παρακρεμάννυμι: Difference between revisions

From LSJ

ἔστιν δέ που ἡ μὲν ἐπὶ σώμασι γυμναστική, ἡ δ' ἐπὶ ψυχῇ μουσική → I think I am right in saying that we have physical exercise for the body and the arts for the soul

Source
(5)
(nl)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παρακρεμάννυμι:''' μέλ. <i>-κρεμάσω</i>, [[κρεμώ]] προς τα [[κάτω]], <i>χεῖρα παρακρεμάσας</i>, [[κρεμώ]] το [[χέρι]] προς τα [[κάτω]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''παρακρεμάννυμι:''' μέλ. <i>-κρεμάσω</i>, [[κρεμώ]] προς τα [[κάτω]], <i>χεῖρα παρακρεμάσας</i>, [[κρεμώ]] το [[χέρι]] προς τα [[κάτω]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elnl
|elnltext=παρα-κρεμάννυμι laten hangen langs. med.-pass. hangen naast.
}}
}}

Revision as of 10:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρακρεμάννῡμι Medium diacritics: παρακρεμάννυμι Low diacritics: παρακρεμάννυμι Capitals: ΠΑΡΑΚΡΕΜΑΝΝΥΜΙ
Transliteration A: parakremánnymi Transliteration B: parakremannymi Transliteration C: parakremannymi Beta Code: parakrema/nnumi

English (LSJ)

   A hang beside, χεῖρα παρακρεμάσας letting the hand hang down, Il.13.597.

German (Pape)

[Seite 485] (s. κρεμάννυμι), daneben, daran hängen, hangen lassen, χεῖρα παρακρεμάσας, die Hand herabhangen lassend, Il. 13, 597; Pol. 5, 35, 10 nennt μέρη παρακρεμάμενα καὶ μακρὰν ἀπεσπασμένα τῆς βασιλείας, gleichsam Anhängsel, entferntere Theile.

French (Bailly abrégé)

ao. part. παρακρεμάσας;
laisser pendre auprès de ou à côté.
Étymologie: παρά, κρεμάννυμι.

Greek Monolingual

Α
κρεμώ προς τα κάτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + κρεμάννυμι «κρεμώ»].

Greek Monotonic

παρακρεμάννυμι: μέλ. -κρεμάσω, κρεμώ προς τα κάτω, χεῖρα παρακρεμάσας, κρεμώ το χέρι προς τα κάτω, σε Ομήρ. Ιλ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρα-κρεμάννυμι laten hangen langs. med.-pass. hangen naast.