συντεχνάομαι: Difference between revisions
From LSJ
ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)
(6_5) |
(nl) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συντεχνάομαι''': ἀποθετ., βοηθῶ εἰς τὴν τέχνην (τῆς ναυπηγίας), Πλουτ. Δημήτρ. 43. | |lstext='''συντεχνάομαι''': ἀποθετ., βοηθῶ εἰς τὴν τέχνην (τῆς ναυπηγίας), Πλουτ. Δημήτρ. 43. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=συν-τεχνάομαι helpen bij werkzaamheden. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:04, 31 December 2018
English (LSJ)
Med.,
A assist in the art of shipbuilding, Id.Demetr.43.
Greek (Liddell-Scott)
συντεχνάομαι: ἀποθετ., βοηθῶ εἰς τὴν τέχνην (τῆς ναυπηγίας), Πλουτ. Δημήτρ. 43.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-τεχνάομαι helpen bij werkzaamheden.