στενακτός: Difference between revisions
Θεὸν σέβου καὶ πάντα πράξεις εὐθέως (ἐνθέως) → Verehre Gott und alles schaffst du auf der Stell (gotterfüllt) → Verehre Gott, sogleich hast du durchweg Erfolg
(6) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''στενακτός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">1.</b> αυτός για τον οποίο πρέπει να αναστενάζει [[κάποιος]], αυτός που αποτελεί την [[αιτία]] για να αναστενάξει, να λυπηθεί [[κάποιος]], [[αξιοθρήνητος]], σε Σοφ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[θρηνητικός]], [[θλιβερός]], σε Ευρ. | |lsmtext='''στενακτός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">1.</b> αυτός για τον οποίο πρέπει να αναστενάζει [[κάποιος]], αυτός που αποτελεί την [[αιτία]] για να αναστενάξει, να λυπηθεί [[κάποιος]], [[αξιοθρήνητος]], σε Σοφ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[θρηνητικός]], [[θλιβερός]], σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=στενακτός -ή -όν pass. te beklagen, beklagenswaardig. ἁνὴρ γὰρ οὐ στενακτός de man is niet beklagenwaardig Soph. OC 1663; σ. ἄτα jammerlijk onheil Eur. HF 917. act. jammerend, klagend. σ. ἰαχά een klagelijke jammerkreet Eur. Phoen. 1302 ( lyr. ). | |||
}} | }} |
Revision as of 10:04, 31 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A to be mourned, giving cause for grief, ἀνήρ S.OC1663; ἄτα E.HF917 (lyr.). 2 mournful, ἰαχά Id.Ph.1302 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 935] stöhnend, seufzend, ἰαχά, Eur. Phoen. 1311, – beseufzt, zu beklagen, Soph. O. C. 1659, ἄτα Eur. Herc. F. 917.
Greek (Liddell-Scott)
στενακτός: -ή, -όν, δι’ ὃν στενάζει τις, ὁ παρέχων αἰτίας πρὸς στεναγμόν, ἀνὴρ Σοφ. Ο. Κ. 1663· ἄτη Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 917. 2) θλιβερός, λυπηρός, θρηνητικός, ἰαχὴ ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 1302.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
lamentable.
Étymologie: στενάζω.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α στενάζω
1. αυτός που προκαλεί στεναγμό («ἀνὴρ γὰρ οὐ στενακτὸς οὐδὲ σὺν νόσοις ἀλγεινός, ἐξεπέμπετο», Σοφ.)
2. στενακτικός.
Greek Monotonic
στενακτός: -ή, -όν,
1. αυτός για τον οποίο πρέπει να αναστενάζει κάποιος, αυτός που αποτελεί την αιτία για να αναστενάξει, να λυπηθεί κάποιος, αξιοθρήνητος, σε Σοφ., Ευρ.
2. θρηνητικός, θλιβερός, σε Ευρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στενακτός -ή -όν pass. te beklagen, beklagenswaardig. ἁνὴρ γὰρ οὐ στενακτός de man is niet beklagenwaardig Soph. OC 1663; σ. ἄτα jammerlijk onheil Eur. HF 917. act. jammerend, klagend. σ. ἰαχά een klagelijke jammerkreet Eur. Phoen. 1302 ( lyr. ).