παράκοπος: Difference between revisions

From LSJ

τὰν ἐπὶ τᾶς → Either with this or on this | Come back victorious or dead

Plutarch, Moralia, 241
(5)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παράκοπος:''' -ον ([[παρακόπτω]] II), [[παράφρων]], [[παρανοϊκός]], σε Αισχύλ.· επίσης, [[παράκοπος]] φρενῶν, σε Ευρ.
|lsmtext='''παράκοπος:''' -ον ([[παρακόπτω]] II), [[παράφρων]], [[παρανοϊκός]], σε Αισχύλ.· επίσης, [[παράκοπος]] φρενῶν, σε Ευρ.
}}
{{elnl
|elnltext=παράκοπος -ον [παρακόπτω] waanzinnig; met gen.. παράκοποι φρενῶν geestelijk gestoorden ( lett. van hun verstand beroofd) Eur. Ba. 33.
}}
}}

Revision as of 10:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παράκοπος Medium diacritics: παράκοπος Low diacritics: παράκοπος Capitals: ΠΑΡΑΚΟΠΟΣ
Transliteration A: parákopos Transliteration B: parakopos Transliteration C: parakopos Beta Code: para/kopos

English (LSJ)

ον, metaph.,

   A frenzied, frantic, distraught, A.Pr.581 (lyr.); λῆμα π. E.Ba. 1000 (lyr.) ; π. κινήματα τῆς διανοίας Metrod. Herc.831.2 ; π.διὰ μέθην Sor. 1.39 : c. gen., π. φρενῶν E.Ba.33 ; π. δόξα φρενῶν Tim.Pers.77.    II counterfeit, παράσημοι καὶ π. χλιδαί Ph.1.261.

German (Pape)

[Seite 484] verschlagen, verfälscht, übertr. wahnsinnig; Aesch. Pers. 582; παράκοποι φρενῶν, Eur. Bacch. 33; λύσσῃ παράκοπος, Ar. Thesm. 668.

Greek (Liddell-Scott)

παράκοπος: -ον, μεταφορ. (ἴδε παρακόπτω ΙΙ) παράνους, μαινόμενος, παράφρων, Αἰσχύλ. Πρ. 581· π. φρενῶν Εὐρ. Βάκχ. 33· λύσσῃ π. Ἀριστοφ. Θεσμ. 668. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σελ. 35.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a l’esprit frappé, fou.
Étymologie: παρακόπτω.

Greek Monolingual

-ον, Α παρακόπτω
1. πλαστός, κίβδηλος, νόθος
2. μτφ. παράφρονας, τρελός.

Greek Monotonic

παράκοπος: -ον (παρακόπτω II), παράφρων, παρανοϊκός, σε Αισχύλ.· επίσης, παράκοπος φρενῶν, σε Ευρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παράκοπος -ον [παρακόπτω] waanzinnig; met gen.. παράκοποι φρενῶν geestelijk gestoorden ( lett. van hun verstand beroofd) Eur. Ba. 33.