προεκπίπτω: Difference between revisions
Μὴ τοὺς κακοὺς οἴκτειρε πράττοντας κακῶς → Malorum ne miserere fortunae malae → Bedaure nicht die Schlechten für ihr schlechtes Los
(34) |
(nl) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[προηγούμαι]], [[προπορεύομαι]]<br /><b>2.</b> (για όργανα του σώματος) [[παθαίνω]] [[πρόπτωση]] («τὸ αἰδοῑον προεκπίπτοι», Ιππιατρ.)<br /><b>3.</b> [[βγαίνω]] από τα όρια, [[ξεπερνώ]] το [[μέτρο]]<br /><b>4.</b> διαδίδομαι, κοινολογούμαι [[προηγουμένως]] («[[λαλιά]] δὲ καὶ [[φήμη]] προεκπεσοῡσα [[πλήθος]] ἀνθρώπων ἤθροισε», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐκπίπτω]] «[[πέφτω]] έξω, [[εξορμώ]]»]. | |mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[προηγούμαι]], [[προπορεύομαι]]<br /><b>2.</b> (για όργανα του σώματος) [[παθαίνω]] [[πρόπτωση]] («τὸ αἰδοῑον προεκπίπτοι», Ιππιατρ.)<br /><b>3.</b> [[βγαίνω]] από τα όρια, [[ξεπερνώ]] το [[μέτρο]]<br /><b>4.</b> διαδίδομαι, κοινολογούμαι [[προηγουμένως]] («[[λαλιά]] δὲ καὶ [[φήμη]] προεκπεσοῡσα [[πλήθος]] ἀνθρώπων ἤθροισε», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐκπίπτω]] «[[πέφτω]] έξω, [[εξορμώ]]»]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=προ-εκπίπτω zich tevoren verspreiden:. λαλιὰ δὲ καὶ φήμη προεκπεσοῦσα toen geklets en geroddel al de ronde deden Plut. Galb. 5.1. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:12, 31 December 2018
English (LSJ)
A fall or come out before, precede, τὸ κῦμα π. τοῦ πνεύματος Arist.Pr.932b37: metaph., get abroad before, φήμη Plu.Galb. 5; π. εἰς γένεσιν Id.2.427e. II go beyond limits, Str.1.2.3; π. τὸ ἀδύνατον Longin.15.8 (προσ- cod.), cf.38.1.
German (Pape)
[Seite 719] (s. πίπτω), vorher herausfallen; προεκπίπτουσιν αἱ καταδίκαι τῶν ἀποδείξεων, Plut. ad princ. inerud. 6; φήμη προεκπεσοῦσα, Galb. 5; περαιτέρω, weit über die Gränze gehen, Longin. 15, 8; vgl. Strab. 1, 2, 3 g. E.
Greek (Liddell-Scott)
προεκπίπτω: ἐκπίπτω ἢ ἐξέρχομαι πρότερον, προηγοῦμαι, τὸ κῦμα πρ. τοῦ πνεύματος Ἀριστ. Προβλ. 23. 12· ― κοινολογοῦμαι πρότερον, φήμη Πλουτ. Γάλβ. 5· πρ. εἰς γένεσιν ὁ αὐτ. 2. 427Ε. ΙΙ. ἐκτείνομαι πέραν τῶν ὁρίων, Στράβ. 16, Λογγῖν. 15.
French (Bailly abrégé)
f. προεκπεσοῦμαι, ao.2 προεξέπεσον, etc.
se répandre ou se divulguer auparavant.
Étymologie: πρό, ἐκπίπτω.
Greek Monolingual
Α
1. προηγούμαι, προπορεύομαι
2. (για όργανα του σώματος) παθαίνω πρόπτωση («τὸ αἰδοῑον προεκπίπτοι», Ιππιατρ.)
3. βγαίνω από τα όρια, ξεπερνώ το μέτρο
4. διαδίδομαι, κοινολογούμαι προηγουμένως («λαλιά δὲ καὶ φήμη προεκπεσοῡσα πλήθος ἀνθρώπων ἤθροισε», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἐκπίπτω «πέφτω έξω, εξορμώ»].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-εκπίπτω zich tevoren verspreiden:. λαλιὰ δὲ καὶ φήμη προεκπεσοῦσα toen geklets en geroddel al de ronde deden Plut. Galb. 5.1.