κραδάω: Difference between revisions
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
(5) |
(nl) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κρᾰδάω:''' [[κουνώ]], [[ταρακουνώ]], μόνο στη μτχ., κραδάων δολιχόσκιον [[ἔγχος]], σε Όμηρ. | |lsmtext='''κρᾰδάω:''' [[κουνώ]], [[ταρακουνώ]], μόνο στη μτχ., κραδάων δολιχόσκιον [[ἔγχος]], σε Όμηρ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κραδάω [κράδη?] zwaaien (met wapens). | |||
}} | }} |
Revision as of 10:16, 31 December 2018
English (LSJ)
A = κραδαίνω, only in part., κραδάων δολιχόσκιον ἔγχος Il.7.213, Od.19.438; ὀξὺ δόρυ κραδάων Il.13.583, 20.423. II of trees, suffer from blight (κράδη 11), Thphr.HP4.14.4. (Cf. Skt. kū´rdati 'leap', Lat. cardo 'that which turns, pivot'.)
Greek (Liddell-Scott)
κρᾰδάω: ὡς τὸ κραδαίνω, ἀλλὰ μόνον κατὰ μετοχ., κραδάων δολιχόσκιον ἔγχος Ἰλ. Η. 213, Ὀδ. Τ. 438· ὀξὺ δόρυ κραδάων Ἰλ. Ν. 583, Υ. 483. ΙΙ. ἐπὶ δένδρων, πάσχω ἐκ τῆς φθοροποιοῦ νόσου κράδης, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 14. 4. (Ἐκ τῆς √ΚΡΑΔ παράγονται ὡσαύτως τὰ κράδη, κραδαίνω· πρβλ. Σανσκρ. kurd (saltus)· Λατ. card-o (Οὐεργιλ. Αἰν. 1. 572)· Ἀρχ. Γερμ. hrad (agilis).)
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
seul. part. prés;
c. κραδαίνω.
English (Autenrieth)
Greek Monotonic
κρᾰδάω: κουνώ, ταρακουνώ, μόνο στη μτχ., κραδάων δολιχόσκιον ἔγχος, σε Όμηρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κραδάω [κράδη?] zwaaien (met wapens).