συγκαταλύω: Difference between revisions

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
(4)
(nl)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''συγκαταλύω:''' <b class="num">1)</b> совместно уничтожать, одновременно разрушать: σ. τὸν δῆμον Thuc., Lys. участвовать в ниспровержении демократии; σ. κἀκεῖνον αὐτόν Plut. (разделавшись с Цезарем) заодно убить и его самого (т. е. Помпея);<br /><b class="num">2)</b> делать остановку, останавливаться (для отдыха или ночлега) Plut.
|elrutext='''συγκαταλύω:''' <b class="num">1)</b> совместно уничтожать, одновременно разрушать: σ. τὸν δῆμον Thuc., Lys. участвовать в ниспровержении демократии; σ. κἀκεῖνον αὐτόν Plut. (разделавшись с Цезарем) заодно убить и его самого (т. е. Помпея);<br /><b class="num">2)</b> делать остановку, останавливаться (для отдыха или ночлега) Plut.
}}
{{elnl
|elnltext=συγ-καταλύω, Att. ook ξυγκαταλύω helpen ten val te brengen, samen ten val brengen. tegelijkertijd ten val brengen. Plut. Pomp. 67.2.
}}
}}

Revision as of 10:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκαταλύω Medium diacritics: συγκαταλύω Low diacritics: συγκαταλύω Capitals: ΣΥΓΚΑΤΑΛΥΩ
Transliteration A: synkatalýō Transliteration B: synkatalyō Transliteration C: sygkatalyo Beta Code: sugkatalu/w

English (LSJ)

   A help in undoing or putting down, τὸν δῆμον Th.8.68, And.1.101, Lys.16.5; put down also, κἀκεῖνον Plu.Pomp.67; σ. βίον ἅμα τινί D.H.Isoc.1; help to reduce, πληθώραν Gal.18(1).725; σ. τὴν δύναμιν ἑαυτῷ Id.15.607, cf. 16.598 (Pass.).    II intr., halt or stop for the night together, Plu.2.94a.    2 cease together with, Lib.Or.64.118.

German (Pape)

[Seite 965] mit od. zugleich auflösen; τὸν δῆμον, die demokratische Verfassung aufheben, Thuc. 8, 68; Lys. 16, 5. 30, 15, – intrans., mit einkehren, Plut. de am. mult. p. 290.

Greek (Liddell-Scott)

συγκαταλύω: καταλύω, καταστρέφω ὁμοῦ, τὸν δῆμον Θουκ. 8. 68, Ἀνδοκ. 13. 39, Λυσί. 146. 7, κτλ.· μετ’ αἰτιατ. προσώπ., Πλουτ. Πομπ. 67· τελειώνω ὁμοῦ, ἅμα τοῖς ἀγαθοῖς τῆς πόλεως συγκαταλῦσαι τὸν ἑαυτοῦ βίον Διονύσ. Ἁλ. περὶ Ἰσοκρ. 1. ΙΙ. ἀμεταβ., καταλύω μετά τινος ἐν τῷ αὐτῷ πανδοκείῳ, ὥσπερ νῦν πολλοὶ φίλοι λεγόμενοι συμπιόντες ἅπαξ ἢ συγκαταλύσαντες ἐκ πανδοκείου... φιλίαν συλλέγουσιν Πλούτ. 2. 94Α. ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σ. 532.

French (Bailly abrégé)

1 tr. aider à dissoudre, à détruire;
2 intr. faire une halte, s’arrêter qqe part avec qqn.
Étymologie: σύν, καταλύω.

Greek Monolingual

Α
1. καταλύω μαζί, καταστρέφω μαζί
2. (ιδίως στην Αθήνα) ανατρέπω το δημοκρατικό πολίτευμα
3. συντελώ στην ελάττωση
4. καταλύω με κάποιον στο ίδιο πανδοχείο
5. φρ. «συγκαταλύω τὸν ἐμαυτοῡ βίον» — θέτω τέρμα στη ζωή μου μαζί με άλλον (Δίον. Αλ.).

Greek Monolingual

Α
1. καταλύω μαζί, καταστρέφω μαζί
2. (ιδίως στην Αθήνα) ανατρέπω το δημοκρατικό πολίτευμα
3. συντελώ στην ελάττωση
4. καταλύω με κάποιον στο ίδιο πανδοχείο
5. φρ. «συγκαταλύω τὸν ἐμαυτοῡ βίον» — θέτω τέρμα στη ζωή μου μαζί με άλλον (Δίον. Αλ.).

Greek Monotonic

συγκαταλύω: μέλ. -σω, συμμετέχω ή βοηθώ στην καταστροφή ή την κατάλυση, τὸν δῆμον, σε Θουκ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

συγκαταλύω: 1) совместно уничтожать, одновременно разрушать: σ. τὸν δῆμον Thuc., Lys. участвовать в ниспровержении демократии; σ. κἀκεῖνον αὐτόν Plut. (разделавшись с Цезарем) заодно убить и его самого (т. е. Помпея);
2) делать остановку, останавливаться (для отдыха или ночлега) Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγ-καταλύω, Att. ook ξυγκαταλύω helpen ten val te brengen, samen ten val brengen. tegelijkertijd ten val brengen. Plut. Pomp. 67.2.