συμπαρανεύω: Difference between revisions

From LSJ

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
(6)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συμπαρανεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[εκφράζω]] επίσης [[συναίνεση]], [[συγκατατίθεμαι]], [[συμφωνώ]], σε Αριστ.
|lsmtext='''συμπαρανεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[εκφράζω]] επίσης [[συναίνεση]], [[συγκατατίθεμαι]], [[συμφωνώ]], σε Αριστ.
}}
{{elnl
|elnltext=συμπαρανεύω [σύν, παρά, νεύω] meeknikken (om instemming te betuigen).
}}
}}

Revision as of 10:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπαρανεύω Medium diacritics: συμπαρανεύω Low diacritics: συμπαρανεύω Capitals: ΣΥΜΠΑΡΑΝΕΥΩ
Transliteration A: symparaneúō Transliteration B: symparaneuō Transliteration C: symparaneyo Beta Code: sumparaneu/w

English (LSJ)

   A express assent also, Arist.Rh.1407a37; τοῖς λεγομένοις Aristid.Or.51(27).33.

German (Pape)

[Seite 984] mit od. zugleich zunicken, Beifall geben, Arist. rhet. 3, 5.

Greek (Liddell-Scott)

συμπαρανεύω: δηλῶ ὡσαύτως συναίνεσιν, Ἀριστ. Ρητ. 3. 5, 4.

French (Bailly abrégé)

donner son assentiment ensemble.
Étymologie: σύν, παρανεύω.

Greek Monolingual

Α
συναινώ επίσης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + παρανεύω «νεύω, κλίνω»].

Greek Monolingual

Α
συναινώ επίσης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + παρανεύω «νεύω, κλίνω»].

Greek Monotonic

συμπαρανεύω: μέλ. -σω, εκφράζω επίσης συναίνεση, συγκατατίθεμαι, συμφωνώ, σε Αριστ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμπαρανεύω [σύν, παρά, νεύω] meeknikken (om instemming te betuigen).