κερκίζω: Difference between revisions

From LSJ

τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)

Source
(5)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κερκίζω:''' κάνω το ύφασμα πυκνό με την <i>[[κερκίδα]]</i>, σε Πλάτ.
|lsmtext='''κερκίζω:''' κάνω το ύφασμα πυκνό με την <i>[[κερκίδα]]</i>, σε Πλάτ.
}}
{{elnl
|elnltext=κερκίζω [κερκίς] weven.
}}
}}

Revision as of 10:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κερκίζω Medium diacritics: κερκίζω Low diacritics: κερκίζω Capitals: ΚΕΡΚΙΖΩ
Transliteration A: kerkízō Transliteration B: kerkizō Transliteration C: kerkizo Beta Code: kerki/zw

English (LSJ)

   A separate the web with the κερκίς, Pl.Cra.388b, Sph.226b; εἰ αἱ κερκίδες ἐκέρκιζον αὐταί Arist.Pol.1253b37.

German (Pape)

[Seite 1424] mit dem Weberschiffe das Gewebe festschlagen, weben; Plat. Cratyl. 387 e Soph. 226 b; αἱ κερκίδες ἐκέρκιζον Arist. pol. 1, 4.

Greek (Liddell-Scott)

κερκίζω: κάμνω τὸ ὕφασμα πυκνὸν διὰ τῆς κερκίδος, Πλάτ. Κρατ. 387Ε, Σοφιστ. 226Β· καὶ ἐπ’ αὐτῆς τῆς κερκίδος ὡς ἐνεργούσης, Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 4, 3.

French (Bailly abrégé)

tisser avec la navette.
Étymologie: κερκίς.

Greek Monolingual

κερκίζω (Α) κερκίς
1. υφαίνω με την κερκίδα
2. κάνω το ύφασμα πυκνό, κρουστό με την κερκίδα.

Greek Monotonic

κερκίζω: κάνω το ύφασμα πυκνό με την κερκίδα, σε Πλάτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κερκίζω [κερκίς] weven.