πολυηχής: Difference between revisions

From LSJ

Ἐπηγγείλατο εἰς ἐπανόρθωσιν τῆς πόλεως διὰ τὸ εἶναι ευσεβεστάτη καὶ κηδεμονικὴ. → She pledged herself to the reconstruction of the city because of her being most pious and dutiful.

Source
(6)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πολυηχής:''' -ές ([[ἦχος]]), [[πολυτονικός]], που έχει πολλούς ήχους, λέγεται για τη [[φωνή]] του αηδονιού, σε Ομήρ. Οδ.· αυτός που ηχεί [[πολύ]] ή [[δυνατά]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''πολυηχής:''' -ές ([[ἦχος]]), [[πολυτονικός]], που έχει πολλούς ήχους, λέγεται για τη [[φωνή]] του αηδονιού, σε Ομήρ. Οδ.· αυτός που ηχεί [[πολύ]] ή [[δυνατά]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elnl
|elnltext=πολυηχής -ές [πολύς, ἦχος] klankrijk:. χέει πολυηχέα φωνήν (de vogel) laat een klankrijke stem horen Od. 19.521. luid:. ἐν αἰγιαλῷ πολυηχέι op een kust met dreunende branding Il. 4.422.
}}
}}

Revision as of 10:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυηχής Medium diacritics: πολυηχής Low diacritics: πολυηχής Capitals: ΠΟΛΥΗΧΗΣ
Transliteration A: polyēchḗs Transliteration B: polyēchēs Transliteration C: polyichis Beta Code: poluhxh/s

English (LSJ)

ές, (ἦχος)

   A many-toned, of the nightingale's voice, Od. 19.521; χοροῦ π. φωνή AP9.504; much or loud-sounding, αἰγιαλός Il.4.422; ἄνεμος, πέτραι, A.R.4.609,963.

German (Pape)

[Seite 663] ές, vieltönig; φωνή, von der klangreichen Stimme der Nachtigall, Od. 19, 521; αἰγιαλός, laut wiederhallend, von der Brandung, Il. 4, 422; φωνὴ τραγικοῦ χοροῦ, Ep. ad. (XI, 504); Qu. Sm. 1, 294 u. a. sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

πολυηχής: -ές, (ἦχος) ἐπὶ τῆς φωνῆς τῆς ἀηδόνος, ἡ μετὰ ποικίλων τόνων ἠχοῦσα, πολυηχέα φωνήν, «πολλὰς μεταβολὰς ποιουμένην» (Σχόλ.), Ὀδ. Τ. 521· ὁ πολὺ ἢ μεγάλως ἠχῶν, αἰγιαλὸς Ἰλ. δ. 422.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 aux sons variés;
2 très sonore, retentissant.
Étymologie: πολύς, ἦχος.

English (Autenrieth)

ές: many-toned, nightingale, Od. 19.521; echoing, resounding, Il. 4.422.

Greek Monolingual

-ές, ΝΜΑ
1. αυτός που παράγει δυνατό ήχο («πολυηχέες πέτραι», Απολλ. Ρόδ.)
2. αυτός που παράγει ποικιλία ήχων, πολύφωνος («χοροῦ πολυηχὴς φωνή», Ανθ. Παλ.)
αρχ.
1. (για άνεμο) θορυβώδης
2. (για τραγούδι αηδονιού) αυτός που έχει ποικιλία ήχων, πολλούς κυματισμούς («ἥ τε [ἀηδὼν] θαμὰ τρωπῶσα χέει πολυήχεα φωνήν», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -ηχής (< ἠχή «ήχος, θόρυβος»), πρβλ. υψ-ηχής].

Greek Monotonic

πολυηχής: -ές (ἦχος), πολυτονικός, που έχει πολλούς ήχους, λέγεται για τη φωνή του αηδονιού, σε Ομήρ. Οδ.· αυτός που ηχεί πολύ ή δυνατά, σε Ομήρ. Ιλ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυηχής -ές [πολύς, ἦχος] klankrijk:. χέει πολυηχέα φωνήν (de vogel) laat een klankrijke stem horen Od. 19.521. luid:. ἐν αἰγιαλῷ πολυηχέι op een kust met dreunende branding Il. 4.422.