σαρόω: Difference between revisions

From LSJ

ἔτυχες εἰς τὴν μάχην ὑπὸ τοῦ στρατηγοῦ πεμφθεὶς → you happened to be sent into the battle by the general

Source
(6)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σᾰρόω:''' μέλ. -ώσω = [[σαίρω]] II, [[καθαρίζω]] με τη [[σκούπα]], [[σκουπίζω]], [[σαρώνω]], σε Καινή Διαθήκη — Παθ., μτχ. παρακ. [[σεσαρωμένος]], στο ίδ.
|lsmtext='''σᾰρόω:''' μέλ. -ώσω = [[σαίρω]] II, [[καθαρίζω]] με τη [[σκούπα]], [[σκουπίζω]], [[σαρώνω]], σε Καινή Διαθήκη — Παθ., μτχ. παρακ. [[σεσαρωμένος]], στο ίδ.
}}
{{elnl
|elnltext=σαρόω [σαίρω] schoonvegen.
}}
}}

Revision as of 10:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σᾰρόω Medium diacritics: σαρόω Low diacritics: σαρόω Capitals: ΣΑΡΟΩ
Transliteration A: saróō Transliteration B: saroō Transliteration C: saroo Beta Code: saro/w

English (LSJ)

= σαίρω (B),

   A sweep clean, τὴν οἰκίαν Ev.Luc.15.8, Artem.</au

German (Pape)

[Seite 864] = σαίρω, segen, kehren, οἰκίαν, N. T. u. Artemid. 2, 33; – übertr., umherjagen, umhertreiben, vom Sturme, διπλῶν μεταξὺ χοιράδων σαρούμενον, Lycophr. 389, nach E. M. κλυδωνιζόμενον. – Doch ist σαρόω unatt., jüngeres u. schlechteres Wort als σαίρω, Lob. zu Phryn. p. 83.

Greek (Liddell-Scott)

σᾰρόω: σαίρω ΙΙ, σαρώνω, σκουπίζω, καθαρίζω, τὴν οἰκίαν Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιε΄, 8, Ἀρτεμίδ. 2. 33. - Παθ., οἶκος σεσαρωμένος Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιβ΄, 44, κτλ. ΙΙ. Παθ., ὡσαύτως, ἐπὶ σαρουμένου πράγματος, κῦμα… μεταξὺ χοιράδων σαρούμενον Λυκόφρ. 389. Οἱ Ἀττικίζοντες ἀποδοκιμάζουσι τὴν λέξιν, ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 83.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
balayer.
Étymologie: σάρος.

English (Strong)

from a derivative of sairo (to brush off; akin to σύρω); meaning a broom; to sweep: sweep.

English (Thayer)

(for the earlier σαίρω, cf. Lob. ad Phryn., p. 83 (Winer's Grammar, 24,91 (87))), σάρω; perfect passive participle σεσαρωμένος; (σάρον a broom); to sweep, clean by sweeping: τί, Artemidorus Daldianus, oneir. 2,33; (Apoll. Dysk., p. 253,7); Geoponica.)

Greek Monotonic

σᾰρόω: μέλ. -ώσω = σαίρω II, καθαρίζω με τη σκούπα, σκουπίζω, σαρώνω, σε Καινή Διαθήκη — Παθ., μτχ. παρακ. σεσαρωμένος, στο ίδ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σαρόω [σαίρω] schoonvegen.