προσεπαιτιάομαι: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
(6) |
(nl) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''προσεπαιτιάομαι:''' αποθ., [[κατηγορώ]] [[επιπλέον]], σε Πλούτ. | |lsmtext='''προσεπαιτιάομαι:''' αποθ., [[κατηγορώ]] [[επιπλέον]], σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=προσ-επαιτιάομαι bovendien beschuldigen. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:44, 31 December 2018
English (LSJ)
A accuse besides, Plu.CG6.
German (Pape)
[Seite 760] noch dazu beschuldigen, anklagen, Plut. C. Graech. 6.
Greek (Liddell-Scott)
προσεπαιτιάομαι: ἀποθετ., κατηγορῶ προσέτι, Πλουτ. Γ. Γράκχ. 6.
French (Bailly abrégé)
-ῶμαι;
accuser en outre, acc..
Étymologie: πρός, ἐπαιτιάομαι.
Greek Monotonic
προσεπαιτιάομαι: αποθ., κατηγορώ επιπλέον, σε Πλούτ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-επαιτιάομαι bovendien beschuldigen.