σπαίρω: Difference between revisions

From LSJ

τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye

Source
(4)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''σπαίρω:''' метаться, дергаться, трепетать Arst., Polyb., Plut., Anth.
|elrutext='''σπαίρω:''' метаться, дергаться, трепетать Arst., Polyb., Plut., Anth.
}}
{{elnl
|elnltext=σπαίρω [~ ἀσπαίρω] spartelen, stuiptrekken.
}}
}}

Revision as of 10:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπαίρω Medium diacritics: σπαίρω Low diacritics: σπαίρω Capitals: ΣΠΑΙΡΩ
Transliteration A: spaírō Transliteration B: spairō Transliteration C: spairo Beta Code: spai/rw

English (LSJ)

   A gasp, pant, quiver, of dying fish, Arist.Resp.471a30 (v.l. ἀσπαρίζουσιν), cf. A.R.4.874, Plb.15.33.5, D.H.4.39, AP6.30 (Maced.) (more freq. ἀσπαίρω, q.v.).

German (Pape)

[Seite 916] zucken, zappeln, Pol. 15, 33, 5, sich wie ein Sterbender vor Schmerz und aus Ungeduld hin u. her werfen; – sich sperren, widerstreben, zaudern, Her. 8, 5, v. l. ἀσπαίρω, welche Form die bessere attische ist und auch bei Her. vorzuherrschen scheint; – vom Herzen, schlagen, Qu. Sm. 10, 139.

Greek (Liddell-Scott)

σπαίρω: σπασμωδικῶς κινοῦμαι, «σπαρταρῶ», σφαδάζω, ἀγρυπνῶ, τρέμω, τινάσσομαι, ἐπὶ θνήσκοντος ἰχθύος, Ἀριστ. περὶ Ἀναπν. 3, 2, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 874, Ἀνθ. Π. 6. 30, κτλ.· συχνότερον μετὰ προθετικοῦ α, ἀσπαίρω, ὃ ἴδε. (Ἐκ τῆς √ΣΠΑΡ προκύπτει καὶ τὸ σπαράσσω· πρβλ. Σανσκρ. sphar, sphur-âmi (mico, tremo)· Ζενδ. spar (gradior)· - ὁ Κούρτ. δοξάζει ὅτι τὸ σπείρω ἀνήκει εἰς τὴν αὐτὴν ῥίζαν· πρβλ. καὶ τὸ πάλλω. -Καθ’Ἡσύχ.: «σπαίρει· ἅλλεται, σκιρτᾶ, πηδᾶ. σκορπίζει», καὶ «σπαιρόντων· τὴν ψυχὴν ἐκπνεόντων».

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
palpiter, s’agiter convulsivement.
Étymologie: R. Σπαρ, agiter ; cf. σπείρω.

Greek Monolingual

Α
1. κινούμαι σπασμωδικά
2. σπαρταρώ, σφαδάζω («σπαίρει
ἅλλεται, σκιρτᾷ, πηδᾷ. σκορπίζει», Ησύχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Το ρ. σπαίρω συνδέεται με το σημασιολογικά παράλληλο και συχνότερο ἀσπαίρω «σπαρταρώ», και, σύμφωνα με μια άποψη, έχει σχηματιστεί με συμφυρμό τών ρ. ἀσπαίρω και σκαίρω. Κατ' άλλους, ο τ. ανάγεται στην ΙΕ ρίζα sp(h)er- με σημ. «πηδώ, κλοτσώ, σπαρταρώ» και συνδέεται με τα λιθουαν. spiriu «χτυπώ με το πόδι, κλοτσώ», αρχ. ινδ. sphurati «χτυπώ με το πόδι, σταματώ» (για τον φθόγγο -φ- του τ. πρβλ. και σφυρόν) και πιθ. με το λατ. sperno «απωθώ» (βλ. και λ. ἀσπαίρω)].

Greek Monotonic

σπαίρω: σπαρταρώ, τινάζομαι, λέγεται για ψάρι που ξεψυχάει, σε Ανθ.· πρβλ. ἀσπαίρω.

Russian (Dvoretsky)

σπαίρω: метаться, дергаться, трепетать Arst., Polyb., Plut., Anth.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σπαίρω [~ ἀσπαίρω] spartelen, stuiptrekken.