ζάγκλον: Difference between revisions

From LSJ

μεγάλα ὠφελήσεσθε πρὸς ἱστορίαν τῶν κοινῶν → that will be of great benefit to you in order to understand public affairs

Source
(4)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ζάγκλον:''' τό, [[δρεπάνι]] που χρησιμοποιείται κατά τον θερισμό, Λατ. [[falx]]· σικελική [[λέξη]] αντί [[δρέπανον]], σε Θουκ. Απ' όπου [[Ζάγκλη]], αρχαίο όνομα της Μεσσήνης.
|lsmtext='''ζάγκλον:''' τό, [[δρεπάνι]] που χρησιμοποιείται κατά τον θερισμό, Λατ. [[falx]]· σικελική [[λέξη]] αντί [[δρέπανον]], σε Θουκ. Απ' όπου [[Ζάγκλη]], αρχαίο όνομα της Μεσσήνης.
}}
{{elnl
|elnltext=ζάγκλον -ου, τό, Syr. voor δρέπανον, sikkel. Thuc. 6.4.5.
}}
}}

Revision as of 10:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζάγκλον Medium diacritics: ζάγκλον Low diacritics: ζάγκλον Capitals: ΖΑΓΚΛΟΝ
Transliteration A: zánklon Transliteration B: zanklon Transliteration C: zagklon Beta Code: za/gklon

English (LSJ)

τό,

   A reaping-hook, sickle, Sicilian for δρέπανον, Th.6.4, cf. Call.Aet.Oxy.2080.73. (ζάγκλιον,= σκολιόν, acc. to Str.6.2.3.)

German (Pape)

[Seite 1135] τό, = Vor., nach Thuc. 6, 4 u. St. B. eigtl. sicilisch, wie ζάγκλιον, nach Strab. 6, 2, 3 = σκολιόν. Andere deuteten ἄγκλιον, = ἄγκυλον, u. erklärten so den Namen der Stadt Ζάγκλη.

Greek (Liddell-Scott)

ζάγκλον: τό, δρέπανον πρὸς θερισμόν, Λατ. falx, Θουκ. 6. 4· κατὰ τὸν Στράβ. 268. ζάγκλιον = σκολιὸν (καὶ ἑπομένως συγγενὲς τῷ ἀγκύλος)· καὶ ὁ Θουκ. 6. 4 λέγει ὅτι ἦτο λέξις Σικελικὴ ἀντὶ τοῦ δρέπανον· πρβλ. Κουρτ. Gr. Et. σ. 606.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
faucille.
Étymologie: DELG mot sicilien de Ζάγκλη = Messine, dont le port a une forme de faucille.

Greek Monolingual

ζάγκλον, τὸ (Α)
δρεπάνι για θέρισμα («τὸ δὲ δρέπανον οἱ Σικελοὶ ζάγκλον καλοῡσι», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του ζάγκλη].

Greek Monotonic

ζάγκλον: τό, δρεπάνι που χρησιμοποιείται κατά τον θερισμό, Λατ. falx· σικελική λέξη αντί δρέπανον, σε Θουκ. Απ' όπου Ζάγκλη, αρχαίο όνομα της Μεσσήνης.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ζάγκλον -ου, τό, Syr. voor δρέπανον, sikkel. Thuc. 6.4.5.