κατάκλυσμα: Difference between revisions

From LSJ

τὸ γὰρ πράττειν τοῦ λέγειν καὶ χειροτονεῖν ὕστερον ὂν τῇ τάξει, πρότερον τῇ δυνάμει καὶ κρεῖττόν ἐστιν (Demosthenes 3.15) → for action, even though posterior in the order of events to speaking and voting, is prior in importance and superior

Source
(19)
(nl)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κατάκλυσμα]], τὸ (Α) [[κατακλύζω]]<br />το καθάρσιο ή το [[κλύσμα]].
|mltxt=[[κατάκλυσμα]], τὸ (Α) [[κατακλύζω]]<br />το καθάρσιο ή το [[κλύσμα]].
}}
{{elnl
|elnltext=κατά-κλυσμα -ατος, τό [κατακλύζω] darmspoeling.
}}
}}

Revision as of 10:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάκλυσμα Medium diacritics: κατάκλυσμα Low diacritics: κατάκλυσμα Capitals: ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΑ
Transliteration A: katáklysma Transliteration B: kataklysma Transliteration C: kataklysma Beta Code: kata/klusma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A purge or clyster, Hp.Salubr.5.

German (Pape)

[Seite 1354] τό, das Klystier, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

κατάκλυσμα: τό, καθάρσιον ἢ κλύσμα, Ἱππ. 338. 27.

Greek Monolingual

κατάκλυσμα, τὸ (Α) κατακλύζω
το καθάρσιο ή το κλύσμα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατά-κλυσμα -ατος, τό [κατακλύζω] darmspoeling.