περίτασις: Difference between revisions

From LSJ

ἐν τῷ θέρει τὴν χλαῖναν κατατρίβων → wearing out one's cloak in summertime

Source
(32)
(nl)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-άσεως, ἡ, Α [[περιτείνω]]<br /><b>1.</b> [[τέντωμα]] [[ολόγυρα]]<br /><b>2.</b> ισχυρή [[διάταση]], [[πρήξιμο]] («[[περίτασις]] τοῡ δέρματος», Ιπποκρ.)<br /><b>3.</b> ισχυρή [[σύσπαση]], [[συστολή]]<br /><b>4.</b> δυνατή [[πρόσφυση]] ενός πράγματος [[πάνω]] σε [[κάτι]] [[άλλο]].
|mltxt=-άσεως, ἡ, Α [[περιτείνω]]<br /><b>1.</b> [[τέντωμα]] [[ολόγυρα]]<br /><b>2.</b> ισχυρή [[διάταση]], [[πρήξιμο]] («[[περίτασις]] τοῡ δέρματος», Ιπποκρ.)<br /><b>3.</b> ισχυρή [[σύσπαση]], [[συστολή]]<br /><b>4.</b> δυνατή [[πρόσφυση]] ενός πράγματος [[πάνω]] σε [[κάτι]] [[άλλο]].
}}
{{elnl
|elnltext=περίτασις -εως, ἡ [περιτείνω] geneesk. zwelling.
}}
}}

Revision as of 10:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίτᾰσις Medium diacritics: περίτασις Low diacritics: περίτασις Capitals: ΠΕΡΙΤΑΣΙΣ
Transliteration A: perítasis Transliteration B: peritasis Transliteration C: peritasis Beta Code: peri/tasis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A extension all round, Plu.2.1003d.    II distension, κοιλίης, τοῦ δέρματος, Hp.Prorrh.1.99, Epid.4.55 ; μαστῶν Dsc. 3.34.    2 tight fit, Thphr.CP4.12.11.    3 contraction, νεύρων Androm. ap. Gal.13.1036. (Dub. sens. in Vett.Val.14.2.)

German (Pape)

[Seite 596] ἡ, das Umspannen, Plut. qu. Plat. 5, 1; die Geschwulst rings umher, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

περίτᾰσις: ἡ, τέντωμα ὁλόγυρα, τῇ περιτάσει καθάπερ αἱ δωδεκάσκυτοι σφαῖραι, κυκλοτερὲς γίνεται καὶ περιληπτικὸν Πλούτ. 2. 1003D, κτλ. ΙΙ. ἰσχυρὸν τέντωμα, ἐξοίδησις, κοιλίης, τοῦ δέρματος Ἱππ. 75C, κτλ.· μαστῶν τε περίτασιν καὶ σπάργωσιν Διοσκ. 3. 41.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de tendre autour.
Étymologie: περιτείνω.

Greek Monolingual

-άσεως, ἡ, Α περιτείνω
1. τέντωμα ολόγυρα
2. ισχυρή διάταση, πρήξιμοπερίτασις τοῡ δέρματος», Ιπποκρ.)
3. ισχυρή σύσπαση, συστολή
4. δυνατή πρόσφυση ενός πράγματος πάνω σε κάτι άλλο.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περίτασις -εως, ἡ [περιτείνω] geneesk. zwelling.