πολυκηδής: Difference between revisions
(6) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πολῠκηδής:''' -ές ([[κῆδος]]), [[γεμάτος]] από φροντίδες, στεναχώριες, έγνοιες, [[θλιβερός]], σε Ομήρ. Οδ. | |lsmtext='''πολῠκηδής:''' -ές ([[κῆδος]]), [[γεμάτος]] από φροντίδες, στεναχώριες, έγνοιες, [[θλιβερός]], σε Ομήρ. Οδ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πολυκηδής -ές [πολύς, κῆδος] vol zorgen:. σὺ μὲν ἐνθάδ ’ ἐμὸν πολυκηδέα νόστον κλαίουσ ( α ) terwijl jij hier mijn kommervolle terugkeer beweende Od. 23.351. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:04, 31 December 2018
English (LSJ)
ές,
A full of care, grievous, νόστος Od.9.37,23.351; μάχη Plu.Nob.2 (Sup.); νοῦσος Q.S.8.31; of persons, κασιγνήτη A.R. 4.734, cf. Q.S.10.310.
German (Pape)
[Seite 664] ές, sorgenvoll; Od. 9, 37. 23, 351; ναυτιλίη, Ap. Rh. 1, 16.
Greek (Liddell-Scott)
πολῠκηδής: -ές, ὁ πλήρης φροντίδων, θλιβερός, νόστος Ὀδ. Ι. 37, Ψ. 351. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πολυκηδέος· πολυφροντίστου» καὶ «πολυκηδές· πολλῶν κακῶν αἴτιον».
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui cause une grande affliction.
Étymologie: πολύς, κῆδος.
English (Autenrieth)
ές (κῆδος): full of sorrows, woful, Od. 9.37 and Od. 23.351.
Greek Monolingual
-ές, Α
1. αυτός που έχει πολλές έγνοιες
2. αυτός που έχει πολλές στενοχώριες («εἰ δ' ἄγε τοι καὶ νόστον ἐμὸν πολυκηδέ' ἐνίσπω», Ομ. Οδ.)
3. ο αίτιος πολλών συμφορών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -κηδής (< κῆδος, τὸ «φροντίδα, έγνοια»), πρβλ. φιλο-κηδής].
Greek Monotonic
πολῠκηδής: -ές (κῆδος), γεμάτος από φροντίδες, στεναχώριες, έγνοιες, θλιβερός, σε Ομήρ. Οδ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολυκηδής -ές [πολύς, κῆδος] vol zorgen:. σὺ μὲν ἐνθάδ ’ ἐμὸν πολυκηδέα νόστον κλαίουσ ( α ) terwijl jij hier mijn kommervolle terugkeer beweende Od. 23.351.