τυντλάζω: Difference between revisions
τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
(6) |
(nl) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τυντλάζω:''' [[εργάζομαι]] στη [[λάσπη]]· απ' όπου, περισκάβω τις ρίζες των αμπελιών, σε Αριστοφ. | |lsmtext='''τυντλάζω:''' [[εργάζομαι]] στη [[λάσπη]]· απ' όπου, περισκάβω τις ρίζες των αμπελιών, σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=τυντλάζω [τύντλος] schoffelen (in de wijngaard). | |||
}} | }} |
Revision as of 11:16, 31 December 2018
English (LSJ)
A = πηλοπατέω or βωλοκοπέω (acc. to Sch.), or = σκάπτειν ἀμπέλους (acc. to Hsch.), Ar.Pax 1148 (troch.); = ἐπιρραίνειν πηλῷ, Phot.:—metaph. in Pass., ὁ δ' ἀγνοῶν ταῦτ' εἰκότως -άζεται Sosip.1.35.
French (Bailly abrégé)
1 salir de boue, traîner dans la boue fig.
2 fouiller ou façonner la terre au pied des ceps de vigne.
Étymologie: τύντλος.
Greek Monolingual
Α τύντλος
1. α) βαδίζω ή πατώ στον πηλό, στη λάσπη
β) εργάζομαι μέσα στη λάσπη
2. σκαλίζω κλήματα αμπέλου
3. μτφ. (κατά τον Ησύχ.) «ταράσσω»
4. μέσ. τυντλάζομαι
μτφ. δεν ξέρω τί κάνω, παθαίνω σύγχυση, τά χάνω.
Greek Monotonic
τυντλάζω: εργάζομαι στη λάσπη· απ' όπου, περισκάβω τις ρίζες των αμπελιών, σε Αριστοφ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τυντλάζω [τύντλος] schoffelen (in de wijngaard).