τυντλάζω
Πονηρός ἐστι πᾶς ἀχάριστος ἄνθρωπος → Ingratus omnis homo non est, quin sit malus → Ein jeder Mensch, der Dankbarkeit nicht kennt, ist schlecht
English (LSJ)
= πηλοπατέω or βωλοκοπέω (acc. to Sch.), or = σκάπτειν ἀμπέλους (acc. to Hsch.), Ar.Pax 1148 (troch.); = ἐπιρραίνειν πηλῷ, Phot.:—metaph. in Pass., ὁ δ' ἀγνοῶν ταῦτ' εἰκότως -άζεται Sosip.1.35.
French (Bailly abrégé)
1 salir de boue, traîner dans la boue fig.
2 fouiller ou façonner la terre au pied des ceps de vigne.
Étymologie: τύντλος.
Greek Monolingual
Α τύντλος
1. α) βαδίζω ή πατώ στον πηλό, στη λάσπη
β) εργάζομαι μέσα στη λάσπη
2. σκαλίζω κλήματα αμπέλου
3. μτφ. (κατά τον Ησύχ.) «ταράσσω»
4. μέσ. τυντλάζομαι
μτφ. δεν ξέρω τί κάνω, παθαίνω σύγχυση, τά χάνω.
Greek Monotonic
τυντλάζω: εργάζομαι στη λάσπη· απ' όπου, περισκάβω τις ρίζες των αμπελιών, σε Αριστοφ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τυντλάζω [τύντλος] schoffelen (in de wijngaard).
German (Pape)
1 im Kot, Schlamm gehen, und trans., mit Kot werfen, verhöhnen, Sosipat. bei Ath. IX.378d (v. 35).
2 = ταράσσω, Hesych.
3 den Weinstock behäufeln, behacken, Ar. Pax 1114.
Russian (Dvoretsky)
τυντλάζω: окапывать или окучивать Arph.
Middle Liddell
τυντλάζω,
to work in the mud: hence, to grub round the roots of a vine, Ar.