θανατοφόρος: Difference between revisions
From LSJ
ὁ κόσμος ἀλλοίωσις, ὁ βίος ὑπόληψις → the universe is flux, life is opinion | the universe is transformation: life is opinion | the universe is change, life is a fleeting impression | the universe—mutation: life—opinion
(4) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''θᾰνᾰτοφόρος:''' -ον, = [[θανατηφόρος]], σε Αισχύλ. | |lsmtext='''θᾰνᾰτοφόρος:''' -ον, = [[θανατηφόρος]], σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''θᾰνᾰτοφόρος:''' Aesch. = [[θανατηφόρος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:20, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,=
A θανατηφόρος, πάθη A.Ag.1176 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1186] = θανατηφόρος, Aesch. Ag. 1149.
Greek (Liddell-Scott)
θᾰνᾰτοφόρος: -ον, = θανατηφόρος, πάθη Αἰσχύλ. Ἀγ. 1176.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. θανατηφόρος.
Greek Monolingual
θανατοφόρος, -ον (Α)
ο θανατηφόρος («θανατοφόρα πάθη», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θάνατος + -φόρος < φέρω
πρβλ. ανθο-φόρος, καρπο-φόρος.
Greek Monotonic
θᾰνᾰτοφόρος: -ον, = θανατηφόρος, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
θᾰνᾰτοφόρος: Aesch. = θανατηφόρος.