κατακλυσμός: Difference between revisions

From LSJ

ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope

Source
(5)
(2b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κατακλυσμός:''' ὁ, [[πλημμύρισμα]], [[ξεχείλισμα]]· μεταφ., σε Δημ.
|lsmtext='''κατακλυσμός:''' ὁ, [[πλημμύρισμα]], [[ξεχείλισμα]]· μεταφ., σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''κατακλῠσμός:''' ὁ<b class="num">1)</b> разлив, наводнение Plat., Arst.;<br /><b class="num">2)</b> потоп Plat., Plut., NT;<br /><b class="num">3)</b> гибель, уничтожение (τῶν πραγμάτων Dem.).
}}
}}

Revision as of 11:29, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατακλυσμός Medium diacritics: κατακλυσμός Low diacritics: κατακλυσμός Capitals: ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
Transliteration A: kataklysmós Transliteration B: kataklysmos Transliteration C: kataklysmos Beta Code: kataklusmo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A flood, Pl.Lg.679d, Arist. Ph.222a23, Stoic. 2.337, Marm.Par.6, etc.; inundation, PMagd.28v. 4 (iii B. C.): pl., Pl.Ti.25c, Lg.677a.    2 metaph., κ. τῶν πραγμάτων political deluge, D.18.214.    II Medic . . affusion, douche, Cael. Aur.TP4.1.1.

German (Pape)

[Seite 1354] ὁ, die Ueberschwemmung, Plat. Legg. III, 677 u. A.; bes. von der deukalionischen Fluth, Plat. Legg. III, 679 d; Plut. Pyrrh. 1; übertr., τῶν πραγμάτων, Vernichtung, Vergessen, Dem. 18, 214.

Greek (Liddell-Scott)

κατακλυσμός: ὁ, πλημμύρα τῶν ὑδάτων, κάλυψις τῆς χώρας δι’ αὐτῶν, Πλάτ. Νόμ. 677Α, 679D, Συλλ. Ἐπιγρ. 2374. 6∙ ἐν τῷ πληθ., Πλάτ. Τίμ. 25C, κ. ἀλλ. 2) μεταφ., κατ. πραγμάτων, λήθη, φθορὰ τῶν.., Δημ. 299. 21.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 inondation;
2 fig. cataclysme.
Étymologie: κατακλύζω.

English (Strong)

from κατακλύζω; an inundation: flood.

English (Thayer)

κατακλυσμοῦ, ὁ (κατακλύζω), inundation, deluge: of Noah's deluge, Sept. for מַבּוּל); Plato, Diodorus, Philo, Josephus, Plutarch.)

Greek Monolingual

ο (AM κατακλυσμός) κατακλύζω
1. πλημμύρα υδάτων που σκεπάζει μεγάλες εκτάσεις (α. «ο κατακλυσμός του Νώε» β. «τῶν προ κατακλυσμοῡ γεγονότων», Πλάτ.)
2. αφθονία, υπερεπάρκεια
νεοελλ.
1. συνεχής και καταρρακτώδης βροχή η οποία προκαλεί πλημμύρα
2. φρ. «φέρνει τον κατακλυσμό» — μεγαλοποιεί κάτι προβάλλοντας ως πρόσχημα εμπόδια και δυσκολίες
αρχ.
ιατρ.
1. κλύσμα
2. πλύσιμο με άφθονο νερό.

Greek Monotonic

κατακλυσμός: ὁ, πλημμύρισμα, ξεχείλισμα· μεταφ., σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

κατακλῠσμός:1) разлив, наводнение Plat., Arst.;
2) потоп Plat., Plut., NT;
3) гибель, уничтожение (τῶν πραγμάτων Dem.).