Ἄνακες: Difference between revisions

From LSJ

γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at

Source
(2)
(1)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''Ἄνᾰκες:''' -ων, οἱ, [[παλαιός]] [[τύπος]] του <i>ἄνακτες</i>, οι [[Διόσκουροι]], [[Κάστωρ]] και [[Πολυδεύκης]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''Ἄνᾰκες:''' -ων, οἱ, [[παλαιός]] [[τύπος]] του <i>ἄνακτες</i>, οι [[Διόσκουροι]], [[Κάστωρ]] και [[Πολυδεύκης]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''Ἄνακες:''' οἱ Анаки, т. е. Диоскуры (Кастор и Полидевк) Plut.
}}
}}

Revision as of 11:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ἄνᾰκες Medium diacritics: Ἄνακες Low diacritics: Άνακες Capitals: ΑΝΑΚΕΣ
Transliteration A: Ánakes Transliteration B: Anakes Transliteration C: Anakes Beta Code: *)/anakes

English (LSJ)

ων, οἱ,

   A the Dioscuri, Pollux and Castor, σωτήροιν Ἀνάκοιν τε Διοσκούροιν IG3.195, cf. 1.34.8, 2.699.30, etc., Plu.Thes.33, Cic. ND3.21: old pl. of ἄναξ; cf. Ἀνάκειον, -εια.

German (Pape)

[Seite 191] nach Moer. die eigt. att. Benennung der Dioskuren, Castor u. Pollux; eigtl. die Herrscher, für ἄνακτες, vgl. Cic. N. D. 3, 21; Plut. Thes. 33, der die andere Ableitung des E. M. von ἀνεκάς, die oben am Himmel Leuchtenden, auch erwähnt; Ael. Dion. bei Eust. hat auch ἀνακοί

Greek (Liddell-Scott)

Ἄνακες: -ων, οἱ, οἱ Διόσκουροι, Πολυδεύκης καὶ Κάστωρ, σωτήριον ἀνάκοιν τε Διοσκούροιν Συλλ. Ἐπιγρ. 484, πρβλ. Πλουτ. Θησ. 33, Κικέρ. De Deor. natura 3. 21: πιθανῶς παλαιός τις πληθ. τοῦ ἄναξ: -πρβλ. Ἀνάκειον, -εια, Ἄνακοι.

French (Bailly abrégé)

ων (οἱ) :
les Dioscures (Castor et Pollux).
Étymologie: anc. plur. de ἄναξ.

Greek Monotonic

Ἄνᾰκες: -ων, οἱ, παλαιός τύπος του ἄνακτες, οι Διόσκουροι, Κάστωρ και Πολυδεύκης, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

Ἄνακες: οἱ Анаки, т. е. Диоскуры (Кастор и Полидевк) Plut.