δημηγορικός: Difference between revisions

From LSJ

χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.

Source
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δημηγορικός:''' -ή, -όν, αυτός που αφορά στη δημόσια [[αγόρευση]], [[επιτήδειος]] σε αυτή, σε Ξεν.· <i>ἡ -κή</i> (ενν. [[τέχνη]]) = [[δημηγορία]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''δημηγορικός:''' -ή, -όν, αυτός που αφορά στη δημόσια [[αγόρευση]], [[επιτήδειος]] σε αυτή, σε Ξεν.· <i>ἡ -κή</i> (ενν. [[τέχνη]]) = [[δημηγορία]], σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''δημηγορικός:''' <b class="num">1)</b> относящийся к публичным выступлениям, ораторский ([[τέχνη]] Plat.; [[γένος]] λόγων Arst.);<br /><b class="num">2)</b> владеющий ораторским искусством, умеющий публично выступать (sc. [[ἄνδρες]] Xen.).
}}
}}

Revision as of 12:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δημηγορικός Medium diacritics: δημηγορικός Low diacritics: δημηγορικός Capitals: ΔΗΜΗΓΟΡΙΚΟΣ
Transliteration A: dēmēgorikós Transliteration B: dēmēgorikos Transliteration C: dimigorikos Beta Code: dhmhgoriko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A suited to public speaking, opp. δικανικός, X.Mem.1.2.48; προοίμια, title of work by Critias, Hermog. Id.2.11; popular, Pl.Grg.482e; δ. καὶ δικανικὴ σοφία Id.R.365d, etc.; λέξις Arist.Rh.1413b4: Comp. or Sup., ib.1418a1:—ἡ -κή (sc. τέχνη), = δημηγορία, Pl.Sph.222c; τὰ -κά Arist.Rh.1354b28. Adv. -κῶς Poll.4.26.

German (Pape)

[Seite 562] ή, όν, zum Volksredner gehörig, geschickt, Xen. Mem. 1, 2, 48; τέχνη, Plat. Soph. 222 c; σοφία, Rep. II, 365 d; λόγοι, Reden vor dem Volke, Arist. Nic. 10, 10; τὰ δημ. = ἡ δημηγορία, rhet. 1, 1. – Adv., Poll. 4, 26.

Greek (Liddell-Scott)

δημηγορικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόδιος πρὸς δημοσίαν ἀγόρευσιν ἔχων τὴν πρὸς τοῦτο ἱκανότητα. Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 48· δ. σοφία Πλάτ. Πολιτ. 365D, κτλ.· λέξις Ἀριστ. Ρητ. 3. 12. 5· ἀντίθ. δικανικός, Ἀριστ. Νικ. 10, 10, Διόδ. Ἁλ. Δημ. 2· - ἡ δημηγορικὴ (ἐνν. τέχνη) = δημηγορία, Πλάτ. Σοφ. 222C· οὕτω, τὰ δημηγορικὰ Ἀριστ. Ρητ. 1. 1, 10.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui convient aux harangues publiques.
Étymologie: δημηγόρος.

Spanish (DGE)

-ή, -όν

• Alolema(s): δημογ- Eust.694.3
I 1ret. público, deliberativo, propio de la oratoria política esp. op. δικανικός ‘forense’ πειθοῦς διδάσκαλοι σοφίαν δημηγορικὴν καὶ δικανικὴν διδόντες Pl.R.365d, λέξις δ. Arist.Rh.1413b4, λόγοι δικανικοὶ καὶ δημηγορικοί Arist.EN 1181a5, cf. D.H.Dem.1.1, Amm.1.10.2, Th.55.1, ἔστιν δὲ τὰ μὲν παραδείγματα δημηγορικώτερα, τὰ δ' ἐνθυμήματα δικανικώτερα Arist.Rh.1418a2, Δημηγορικὰ προοίμια tít. de una obra de Critias, Hermog.Id.2.11 (p.402)
subst. ἡ δ. (sc. τέχνη) la elocuencia deliberativa Pl.Sph.222c, τὰ δημηγορικά los discursos deliberativos Arist.Rh.1354b23
gener. propio de o adecuado al discurso público δ. ἱμάτιον un manto apropiado para hablar en público Philostr.VS 619, δ. βῆμα D.C.56.34.4
en mal sent. propio de un orador demagógico Pl.Grg.482e.
2 de pers. hábil orador público, que destaca como orador en la asamblea op. δικανικός X.Mem.1.2.48, cf. Smp.4.6.
II adv. -ῶς de un modo propio de la elocuencia deliberativa Poll.4.26.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α δημηγορικός, -ή, -όν) δημηγόρος
ο κατάλληλος για δημηγορία
(Πλάτ., Πολιτ.)
αρχ.
1. το θηλ. ως ουσ. η δημηγορική
η τέχνη του να αγορεύει κανείς δημόσια
2. (ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα δημηγορικά
η δημηγορία, η αγόρευση μπροστά στον λαό.

Greek Monotonic

δημηγορικός: -ή, -όν, αυτός που αφορά στη δημόσια αγόρευση, επιτήδειος σε αυτή, σε Ξεν.· ἡ -κή (ενν. τέχνη) = δημηγορία, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

δημηγορικός: 1) относящийся к публичным выступлениям, ораторский (τέχνη Plat.; γένος λόγων Arst.);
2) владеющий ораторским искусством, умеющий публично выступать (sc. ἄνδρες Xen.).