τανύπλεκτος: Difference between revisions

From LSJ

ἡ ὑπόστασίς μου ὡσεὶ οὐθὲν ἐνώπιόν σου → my life is as nothing in respect to you, my life is nothing in thy reckoning

Source
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τᾰνύπλεκτος:''' [ῠ], -ον ([[τανύω]]), αυτός που αποτελείται από μακριές κοτσίδες, σε Ανθ.
|lsmtext='''τᾰνύπλεκτος:''' [ῠ], -ον ([[τανύω]]), αυτός που αποτελείται από μακριές κοτσίδες, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''τᾰνύπλεκτος:''' высоко плетеный, т. е. высокий ([[μίτρα]] Anth.).
}}
}}

Revision as of 12:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰνύπλεκτος Medium diacritics: τανύπλεκτος Low diacritics: τανύπλεκτος Capitals: ΤΑΝΥΠΛΕΚΤΟΣ
Transliteration A: tanýplektos Transliteration B: tanyplektos Transliteration C: tanyplektos Beta Code: tanu/plektos

English (LSJ)

ον,

   A in long plaits, μίτραι AP7.473 (Aristodic.); ἕρκος Opp.H.1.33.

German (Pape)

[Seite 1067] lang geflochten; τανυπλέκτων ἀπὸ μιτρᾶν ἐκρεμάσαντο, Aristodie. 1 (VII, 473); ἕρκος, Opp. Hal. 1, 33.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰνύπλεκτος: [ῠ], -ον, ἐκ μακρῶν πλεγμάτων ἀποτελούμενος, μέτρα Ἀνθ. Π. 7. 473· ἕρκος Ὀππ. Ἁλ. 1. 33.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tendu ; aux longues tresses, aux longues nattes ; aux longs plis.
Étymologie: τανύω, πλέκω.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που αποτελείται από μακριά πλέγματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ- του ρ. τάνυμαι «τεντώνομαι» + πλεκτός (< πλέκω), πρβλ. εὔ-πλεκτος].

Greek Monotonic

τᾰνύπλεκτος: [ῠ], -ον (τανύω), αυτός που αποτελείται από μακριές κοτσίδες, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

τᾰνύπλεκτος: высоко плетеный, т. е. высокий (μίτρα Anth.).