ἐπεσβόλος: Difference between revisions

From LSJ

Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei

Menander, Monostichoi, 148
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπεσβόλος:''' -ον ([[ἔπος]], [[βάλλω]]), αυτός που ξεστομίζει απερίσκεπτα [[λόγια]], [[αυθάδης]], [[προσβλητικός]], [[αισχρολόγος]], [[βλάσφημος]], [[λοίδορος]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ἐπεσβόλος:''' -ον ([[ἔπος]], [[βάλλω]]), αυτός που ξεστομίζει απερίσκεπτα [[λόγια]], [[αυθάδης]], [[προσβλητικός]], [[αισχρολόγος]], [[βλάσφημος]], [[λοίδορος]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπεσβόλος:''' [[ἔπος]]<br /><b class="num">1)</b> невоздержный на язык, сыплющий оскорблениями, изрыгающий хулу ([[λωβητήρ]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> колкий, язвительный ([[ἦχος]] ἀοιδῆς Anth.).
}}
}}

Revision as of 12:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπεσβόλος Medium diacritics: ἐπεσβόλος Low diacritics: επεσβόλος Capitals: ΕΠΕΣΒΟΛΟΣ
Transliteration A: epesbólos Transliteration B: epesbolos Transliteration C: epesvolos Beta Code: e)pesbo/los

English (LSJ)

ον, (ἔπος, βάλλω)

   A throwing words about, rash-talking, scurrilous, λωβητῆρα ἐ., of Thersites, Il.2.275, cf. Them.Or.21.262a; νεῖκος ἐ. A.R.4.1727; of satires, ἐ. ἦχος ἀοιδῆς AP4.3b.82 (Agath.).

German (Pape)

[Seite 918] Worte werfend, d. i. keck, dreist redend; λωβητήρ Il. 2, 275; Sp., wie νεῖκος Ap. Rh. 4, 1727; ἀραί Lycophr. 332; ἦχος ἀοιδῆς von Schmähgedichten, Agath. prooen. v. 128 (IV, 3).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπεσβόλος: -ον, (ἔπος, βάλλω), ὁ ἔπεσιν, ὡς βέλεσι, βάλλων, φλύαρος, αὐθάδης, λοίδορος, λωβητῆρα ἐπεσβόλον, περὶ τοῦ Θερσίτου, Ἰλ. Β. 275· κερτομίη καὶ νεῖκος ἐπεσβόλον Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1727· ἐπὶ χλευαστικῶν ποιημάτων ἢ σίλλων, Ἀνθ. Π. 4. 3, περὶ τὸ τέλος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui lance des paroles violentes, outrageant, injurieux.
Étymologie: ἔπος, βάλλω.

Greek Monolingual

ἐπεσβόλος, -ον (Α)
1. φλύαρος, αθυρόστομος («ὅς τὸν λωβητῆρα ἐπεσβόλον ἔσχ' ἀγοράων», Ομ. Ιλ.)
2. υβριστικός («νεῑκος ἐπεσβόλον»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < έπεσ- (θ. του τ. έπος) + -βόλος (< βάλλω)].

Greek Monotonic

ἐπεσβόλος: -ον (ἔπος, βάλλω), αυτός που ξεστομίζει απερίσκεπτα λόγια, αυθάδης, προσβλητικός, αισχρολόγος, βλάσφημος, λοίδορος, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπεσβόλος: ἔπος
1) невоздержный на язык, сыплющий оскорблениями, изрыгающий хулу (λωβητήρ Hom.);
2) колкий, язвительный (ἦχος ἀοιδῆς Anth.).