ξενοδαίτης: Difference between revisions
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ξενοδαίτης:''' -ου, ἡ ([[δαίς]]), αυτός που καταβροχθίζει φιλοξενούμενους ή ξένους· λέγεται για τους Κύκλωπες, σε Ευρ. | |lsmtext='''ξενοδαίτης:''' -ου, ἡ ([[δαίς]]), αυτός που καταβροχθίζει φιλοξενούμενους ή ξένους· λέγεται για τους Κύκλωπες, σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ξενοδαίτης:''' ου adj. m пожирающий чужеземцев: ξ. [[θήρ]] Eur. = [[Κύκλωψ]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:32, 31 December 2018
English (LSJ)
ου, Dor. -τᾱς, ὁ, (δαίς)
A one that devours guests or strangers, of the Cyclops, Id.Cyc.658 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 277] ὁ, der Fremde od. Gäste verzehrt, Polyphem, Eur. Cycl. 652.
Greek (Liddell-Scott)
ξενοδαίτης: -ου, ἡ, (δαὶς) ὁ κατατρώγων τοὺς ξενιζομένους ἢ ξένους, ἐπὶ τῶν Κυκλώπων, Εὐρ. Κύκλ. 658· ἴδε τὸ προηγ.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui mange ses hôtes ou des étrangers.
Étymologie: ξένος, δαίομαι.
Greek Monolingual
ξενοδαίτης, δωρ. τ. ξενοδαίτας, ὁ (Α)
(για τους Κύκλωπες) αυτός που κατατρώγει τους φιλοξενουμένους ή τους ξένους («ἐκκαίετε τὴν ὀφρὺν θηρὸς τοῡ ξενοδαίτα», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -δαίτης (< δαίομαι «τρώγω»), πρβλ. κρεο-δαίτης, λαγο-δαίτης].
Greek Monotonic
ξενοδαίτης: -ου, ἡ (δαίς), αυτός που καταβροχθίζει φιλοξενούμενους ή ξένους· λέγεται για τους Κύκλωπες, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ξενοδαίτης: ου adj. m пожирающий чужеземцев: ξ. θήρ Eur. = Κύκλωψ.