ἱκτήρ: Difference between revisions
τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses
(5) |
(2b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἱκτήρ:''' -ῆρος, ὁ,<br /><b class="num">1.</b> = [[ἱκέτης]], [[ικέτης]], σε Σοφ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> ως επίθ. = [[ἱκετήριος]], σε Αισχύλ. | |lsmtext='''ἱκτήρ:''' -ῆρος, ὁ,<br /><b class="num">1.</b> = [[ἱκέτης]], [[ικέτης]], σε Σοφ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> ως επίθ. = [[ἱκετήριος]], σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἱκτήρ:''' ῆρος adj. просительский, несомый молящими о защите (κλάδοι Soph.; [[θαλλός]] Eur.).<br />ῆρος ὁ<br /><b class="num">1)</b> просящий защиты, молящий об убежище ([[θεῶν]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> защитник просящих об убежище, заступник ([[Ζεύς]] Aesch.). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:41, 31 December 2018
English (LSJ)
ῆρος, ὁ,= ἱκέτης,
A a suppliant, S.OT185(lyr.), E.Heracl. 764(lyr.): as Adj., ἱ. κλάδοι S.OT143; θαλλός E.Supp.10. II Ζεὺς ἱκτήρ the protector of the suppliant, A.Supp.479.
German (Pape)
[Seite 1249] ῆρος, ὁ, 1) der Schutzflehende; Soph. O. R. 185; Eur. Heracl. 764; θεῶν 102; ξενικοί Cycl. 370; auch adj., κλάδοι Soph. O. R. 143, wie θαλλός Eur. Suppl. 10. – 2) der den Schutzflehenden Beistand Gewährende, Zeus, Aesch. Suppl. 474.
Greek (Liddell-Scott)
ἱκτήρ: ῆρος, ὁ, = ἱκέτης, Σοφ. Ο. Τ. 185, Εὐρ. Ἡρακλ. 764· ὡς ἐπίθ., ἱκτ. κλάδοι Σοφ. Ο. Τ. 143· θαλλὸς Εὐρ. Ἱκέτ. 10. ΙΙ. Ζεὺς ἱκτήρ, ὁ προστάτης τῶν ἱκετῶν, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 479.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
1 suppliant, suppliante ; adj. de suppliant (rameau);
2 protecteur des suppliants.
Étymologie: R. Ἱκ, venir, v. ἱκνέομαι.
Greek Monolingual
ἴκτηρ, -ος, ὁ (Α)
ίκτερος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αμφίβολος παράλλ. τ. του ἴκτερος.
Greek Monolingual
ἱκτήρ, -ῆρος, ὁ (Α)
1. ικέτης
2. φρ. «Ζεὺς ἱκτήρ»
Ζευς προστάτης τών ικετών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ἱκ- τών ρ. ἵκω, ἱκνοῦμαι + επίθημα -τηρ (πρβλ. λου-τήρ, μηνυ-τήρ)].
Greek Monotonic
ἱκτήρ: -ῆρος, ὁ,
1. = ἱκέτης, ικέτης, σε Σοφ., Ευρ.
2. ως επίθ. = ἱκετήριος, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ἱκτήρ: ῆρος adj. просительский, несомый молящими о защите (κλάδοι Soph.; θαλλός Eur.).
ῆρος ὁ
1) просящий защиты, молящий об убежище (θεῶν Eur.);
2) защитник просящих об убежище, заступник (Ζεύς Aesch.).