προσουδίζω: Difference between revisions
(6) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''προσουδίζω:''' μέλ. <i>-σω</i> ([[οὖδας]]), [[ρίχνω]] κατά γης, σε Ηρόδ. κ.λπ. | |lsmtext='''προσουδίζω:''' μέλ. <i>-σω</i> ([[οὖδας]]), [[ρίχνω]] κατά γης, σε Ηρόδ. κ.λπ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προσουδίζω:''' ударять или разбивать оземь (τὸ [[παιδίον]] Her.; [[εἰκόνα]] τινός Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:48, 31 December 2018
English (LSJ)
(οὖδας)
A dash against or to the ground, τὸ παιδίον Hdt. 5.92.γ, cf. E.IA1151 (Scaliger for προσουρ-), Plu.Galb.26, Procop. Goth.4.29,al.:—Pass., π. ὑπὸ τοῦ Κύκλωπος Plu.2.506b, cf. D.C.72.13.
German (Pape)
[Seite 775] zu Boden werfen, Her. 5, 92, 3; niederreißen, Plut. de garrul. 10 Galb. 26. – S. auch προσουρίζω.
Greek (Liddell-Scott)
προσουδίζω: (οὖδας) καταρρίπτω εἰς τὸ ἔδαφος, τὸ παιδίον Ἡρόδ. 5. 92, 3· οὕτω, Εὐρ. Ι. Α. 1125 (ἴδε προσορίζω Ι. 1), Πλουτ. Γάλβ. 26, κτλ.
French (Bailly abrégé)
jeter par terre, briser contre terre, acc..
Étymologie: πρός, οὖδος.
Greek Monolingual
Α
ρίχνω κάτι καταγής, το ρίχνω στο έδαφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + οὖδας «η επιφάνεια της γης, έδαφος»].
Greek Monotonic
προσουδίζω: μέλ. -σω (οὖδας), ρίχνω κατά γης, σε Ηρόδ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
προσουδίζω: ударять или разбивать оземь (τὸ παιδίον Her.; εἰκόνα τινός Plut.).