ἐγχεσίμωρος: Difference between revisions
τὴν πρὶν ἐνεσφρήγισσεν Ἔρως θρασὺς εἰκόνα μορφῆς ἡμετέρης θερμῷ βένθεϊ σῆς κραδίης → the image of my beauty that bold Love earlier stamped in the hot depths of your heart
(4) |
(2) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐγχεσίμωρος:''' -ον, αυτός που μάχεται με [[δόρυ]], [[κοντάρι]], σε Όμηρ. (η [[κατάληξη]] <i>-μωρος</i> είναι αμφίβ., πρβλ. ἰό-μωρος, ὑλακό-μωρος). | |lsmtext='''ἐγχεσίμωρος:''' -ον, αυτός που μάχεται με [[δόρυ]], [[κοντάρι]], σε Όμηρ. (η [[κατάληξη]] <i>-μωρος</i> είναι αμφίβ., πρβλ. ἰό-μωρος, ὑλακό-μωρος). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐγχεσίμωρος:''' неутомимо сражающийся копьем, воинственный (Ἀρκάδες Hom.; Θεσσαλοί Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:53, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A fighting with the spear, Il.2.692, al., Od.3.188, Cerc.6.9: Comp., with play on μῶρος, AP11.16. (-μωρος is perh. cogn. with μάρναμαι.)
German (Pape)
[Seite 713] Bedeutung u. Ableitung unsicher; es bezeichnet wohl jedenfalls Leute, die mit Speeren kämpfen: bei Homer viermal: Odyss. 3, 188 Μυρμιδόνας ἐγχεσιμώρους, Iliad. 7, 134 Ἀρκάδες ἐγχεσίμωροι, 2, 840 Πελασγῶν ἐγχεσιμώρων, 2, 692 Μύνητα καὶ Ἐπίστροφον ἐγχεσιμώρους. Ahnlich gebildet scheinen die Homerischen Wörter ὑλακόμωρος u. ἰόμωρος zu sein und das nachhomerische σινάμωρος. Aristarch erklärte ὑλακόμωροι = ὀξύφωνοι, ἰόμωροι = οἱ τοὺς ἰοὺς ὀξεῖς ἔχοντες und dem analog ἐγχεσίμωροι, also = Leute, deren Lanzen scharf oder spitz (όξέα) sind, s. Scholl. Odyss. 14, 29 Apoll. Lex. Hom. p. 91, 25 (vgl. 62, 4). Eine neuere Ansicht s. bei Curtius Grundz. d. Griech. Etym. 1 S. 295. – Compar. ἐγχεσιμωρότερος bei Ammian A. P. 11, 16.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγχεσίμωρος: -ον, ὁ διὰ τοῦ ἔχους μαχόμενος, Ἰλ. Β. 692, κτλ., Ὀδ. Γ. 188. - Περί τῆς συνθέσεως ἴδε τὴν λέξ. ἰόμωρος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à la lance furieuse.
Étymologie: ἔγχος, μωρός.
English (Autenrieth)
word of doubtful meaning, mighty with the spear.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ῐ-]
bravo con la lanza Πύλιοι τε καὶ Ἀρκάδες Il.7.134, Πελασγοί Il.2.840, cf. 692, Od.3.188, Orac.Sib.11.208, Θεσσαλοί AP 11.16.1 (Ammian.)
•c. juego de palabras sobre μωρός: κ[λό] νος ἐ. turbamulta bravucona Cerc.5.9, Κύλλος δ' ἐκ τούτων ἐγχεσιμωρότερος de éstos, Cilo es el más fanfarrón con la lanza, AP 11.16.2 (Ammian.).
Greek Monolingual
ἐγχεσίμωρος, -ον (Α)
αυτός που μάχεται με το έγχος, τη λόγχη.
Greek Monotonic
ἐγχεσίμωρος: -ον, αυτός που μάχεται με δόρυ, κοντάρι, σε Όμηρ. (η κατάληξη -μωρος είναι αμφίβ., πρβλ. ἰό-μωρος, ὑλακό-μωρος).
Russian (Dvoretsky)
ἐγχεσίμωρος: неутомимо сражающийся копьем, воинственный (Ἀρκάδες Hom.; Θεσσαλοί Anth.).