περινοστέω: Difference between revisions

From LSJ

ἀεὶ δ' ἀρέσκειν τοῖς κρατοῦσιν → always try to please your masters, always be obsequious to the masters

Source
(5)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''περινοστέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[περιέρχομαι]] [[ολόγυρα]], [[επισκέπτομαι]] ή [[επιθεωρώ]], <i>τὰςπαλαίστρας</i>, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., περιφέρομαι, [[περιτριγυρίζω]], [[επισκέπτομαι]] ή [[επιθεωρώ]], στον ίδ., Πλάτ.
|lsmtext='''περινοστέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[περιέρχομαι]] [[ολόγυρα]], [[επισκέπτομαι]] ή [[επιθεωρώ]], <i>τὰςπαλαίστρας</i>, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., περιφέρομαι, [[περιτριγυρίζω]], [[επισκέπτομαι]] ή [[επιθεωρώ]], στον ίδ., Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''περινοστέω:''' <b class="num">1)</b> ходить вокруг, обходить (περὶ τὰς κλίνας Arph.; τὰ λιθοξόων ἔργα Plut.);<br /><b class="num">2)</b> прохаживаться ([[ὥσπερ]] [[ἥρως]] Plat.);<br /><b class="num">3)</b> бродить, блуждать Dem.: ἢν μὴ τυφλὸς ὢν περινοστῇ Arph. если (Плутос прозреет и) не будет блуждать слепым.
}}
}}

Revision as of 13:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περινοστέω Medium diacritics: περινοστέω Low diacritics: περινοστέω Capitals: ΠΕΡΙΝΟΣΤΕΩ
Transliteration A: perinostéō Transliteration B: perinosteō Transliteration C: perinosteo Beta Code: perinoste/w

English (LSJ)

   A go round, visit, inspect, περὶ τὰς κλίνας Ar.Th.796; παλαίστρας Id.Pax762 ; τὰ τεκτόνων ἔργα Plu.2.155c: metaph., π. τινὰ ἀπάτῃ circumvent, Aesop.204b.    2 abs., go about, stalk about, π. ὥσπερ ἥρως Pl.R.558a; of vagrants, Ar.Pl.121,494, D.19.255; π. σχολὴν ἄγοντα Alex.28, cf. Alciphr.1.10 (cj.), Jul.Ep.89.

German (Pape)

[Seite 583] umgehen, begehen, wie περιέρχομαι; Ar. Thesm. 796 Plut. 121. 494; Plat. Rep. VIII, 558 a; Sp., wie Luc. Tim. 13 u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

περινοστέω: περιέρχομαι ὅπως ἴδω ἢ ἐπιθεωρήσω τι, περί τι Ἀριστοφ. Θεσμ. 796· τὰς παλαίστρας ὁ αὐτ. ἐν Εἰρ. 762· τὰ τεκτόνων ἔργα Πλούτ. 2. 155G·- μεταφορ., προσπαθῶ νὰ φέρω τινὰ γύρω, «νὰ τὸν βάλλω εἰς τὸ δίκτυ», «ἀλώπηξ ἀπάτῃ περιενόστει τὸν κόρακα» Μῦθοι Αἰσώπου 206 (γ) ἔκδ. Κοραῆ. 2) ἀπολ., περιέρχομαι, περιφέρομαι, π. ὥσπερ ἥρωςΠλάτ. Πολ. 558Α· ἐπὶ ἀλητῶν, Ἀριστοφ. Πλ. 121, 494, Δημ. 421. 22· π. σχολὴν ἄγοντα Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 36.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 aller et revenir d’un lieu dans un autre ; parcourir, faire le tour de, acc.;
2 faire le tour pour examiner, acc..
Étymologie: περί, νοστέω.

Greek Monotonic

περινοστέω: μέλ. -ήσω, περιέρχομαι ολόγυρα, επισκέπτομαι ή επιθεωρώ, τὰςπαλαίστρας, σε Αριστοφ.
2. απόλ., περιφέρομαι, περιτριγυρίζω, επισκέπτομαι ή επιθεωρώ, στον ίδ., Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

περινοστέω: 1) ходить вокруг, обходить (περὶ τὰς κλίνας Arph.; τὰ λιθοξόων ἔργα Plut.);
2) прохаживаться (ὥσπερ ἥρως Plat.);
3) бродить, блуждать Dem.: ἢν μὴ τυφλὸς ὢν περινοστῇ Arph. если (Плутос прозреет и) не будет блуждать слепым.