πανούργημα: Difference between revisions
From LSJ
ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his
(nl) |
(3b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=πανούργημα -ατος, τό [πανουργέω] misdaad. | |elnltext=πανούργημα -ατος, τό [πανουργέω] misdaad. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πᾰνούργημα:''' ατος τό коварный поступок, коварство Soph. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:40, 31 December 2018
English (LSJ)
ατος, τό,
A knavish trick, villainy, S.El.1387 (lyr.), LXX Si.1.6 (v.l.); sophistry, Gal.5.251; cf. πανούργευμα.
German (Pape)
[Seite 461] τό, = πανούργευμα, Soph. El. 1387 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰνούργημα: τό, πανοῦργον ἔργον, τέχνασμα, ἀπάτη, Σοφ. Ἡλ. 1387.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
trait de fourberie ou de méchanceté.
Étymologie: πανουργέω.
Greek Monolingual
τὸ, ΜΑ πανουργώ
πονηρό έργο, δόλιο τέχνασμα, απάτη («τὸ μέντοι πανούργημα φθάνει καὶ πρὸς ἀσέβειαν», Φίλ.)
αρχ.
σόφισμα, σοφιστεία.
Greek Monotonic
πᾰνούργημα: -ατος, τό, πανούργο τέχνασμα, απάτη, σε Σοφ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πανούργημα -ατος, τό [πανουργέω] misdaad.
Russian (Dvoretsky)
πᾰνούργημα: ατος τό коварный поступок, коварство Soph.