καταίνεσις: Difference between revisions
From LSJ
οἱ τοῖς πέλας ἐπιβουλεύοντες, λανθάνουσι πολλὰκις ὑφ' ἑτέρων τοῦτ' αὐτὸ πάσχοντες → when people plot against their neighbours, they fall victim to the same sort of plot themselves
(5) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''καταίνεσις:''' -εως, ἡ, [[συναίνεση]], [[συμφωνία]]· [[μνήστευση]], [[αρραβώνας]], σε Πλούτ. | |lsmtext='''καταίνεσις:''' -εως, ἡ, [[συναίνεση]], [[συμφωνία]]· [[μνήστευση]], [[αρραβώνας]], σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=καταίνεσις -εως, ἡ [καταινέω] verloving. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:40, 31 December 2018
English (LSJ)
εως, ἡ,
A betrothal, Plu.TG4.
German (Pape)
[Seite 1350] ἡ, das Versprechen, Zusage, sponsio; καταινέσεως οὕτω γενομένης Plut. Tib. Graech. 4.
Greek (Liddell-Scott)
καταίνεσις: -εως, ἡ, συναίνεσις, μνηστεία, Πλουτ. Τ. Γράκχ. 4.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
promesse.
Étymologie: καταινέω.
Greek Monolingual
καταίνεσις, ἡ (Α) καταινώ
1. υπόσχεση
2. συγκατάθεση.
Greek Monotonic
καταίνεσις: -εως, ἡ, συναίνεση, συμφωνία· μνήστευση, αρραβώνας, σε Πλούτ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καταίνεσις -εως, ἡ [καταινέω] verloving.