ὑποθερμαίνω: Difference between revisions

From LSJ

κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils

Source
(6)
(4b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑποθερμαίνω:''' Παθ., αόρ. αʹ <i>ὑπ-εθερμάνθην</i>· [[θερμαίνω]] [[λιγάκι]] — Παθ., καθίσταμαι κάπως [[ζεστός]], [[ζεστός]], θερμαινόμενος, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ὑποθερμαίνω:''' Παθ., αόρ. αʹ <i>ὑπ-εθερμάνθην</i>· [[θερμαίνω]] [[λιγάκι]] — Παθ., καθίσταμαι κάπως [[ζεστός]], [[ζεστός]], θερμαινόμενος, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑποθερμαίνω:''' подогревать, нагревать: ὑπεθερμάνθη [[ξίφος]] αἵματι Hom. меч стал теплым от крови; ὑποθερμαινόμενος Luc. разгоряченный, взволнованный.
}}
}}

Revision as of 13:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποθερμαίνω Medium diacritics: ὑποθερμαίνω Low diacritics: υποθερμαίνω Capitals: ΥΠΟΘΕΡΜΑΙΝΩ
Transliteration A: hypothermaínō Transliteration B: hypothermainō Transliteration C: ypothermaino Beta Code: u(poqermai/nw

English (LSJ)

   A heat a little, Gal.11.417:—Pass., grow somewhat hot, ὑπεθερμάνθη ξίφος αἵματι Il.16.333, 20.476, cf. Hp.Ulc.26: metaph., Luc.DMeretr.8.3.

German (Pape)

[Seite 1217] ein wenig od. gelinde warm machen, u. pass. ein wenig warm werden, ὑποθερμάνθη ξίφος αἵματι, Il. 16, 333. 20, 476; ὑποτεθερμασμένος Hippocr.; u. in späterer Prosa, wie Luc. D. Mer. 8.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποθερμαίνω: θερμαίνω ὀλίγον. ― Παθ., γίνομαι ὑπόθερμος, ὀλίγον τι θερμός, ὑπεθερμάνθη ξίφος αἵματι Ἰλ. Π. 333, Υ. 476· μεταφορ., Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 8. 3, Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ.

French (Bailly abrégé)

échauffer ; Pass. être échauffé, être chaud.
Étymologie: ὑπό, θερμαίνω.

English (Autenrieth)

only aor. pass., ὑποθερμάνθη, was warmed, Il. 16.333 and Il. 20.476.

Greek Monolingual

ὑποθερμαίνω ΝΜΑ- θερμαίνω κάτι λίγο, ελαφρώς
νεοελλ.
μτφ. υποθάλπω, υποδαυλίζω
αρχ.
μέσ. ὑποθερμαίνομαι
μτφ. (για πρόσ.) διεγείρομαι, εξερεθίζομαι («ὑποθερμαινόμενος... ἀναφλέγεται εἰς τὸ πρᾱγμα», Λουκιαν.).

Greek Monotonic

ὑποθερμαίνω: Παθ., αόρ. αʹ ὑπ-εθερμάνθην· θερμαίνω λιγάκι — Παθ., καθίσταμαι κάπως ζεστός, ζεστός, θερμαινόμενος, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ὑποθερμαίνω: подогревать, нагревать: ὑπεθερμάνθη ξίφος αἵματι Hom. меч стал теплым от крови; ὑποθερμαινόμενος Luc. разгоряченный, взволнованный.