συνδιαπράσσω: Difference between revisions
Ἡ μωρία δίδωσιν ἀνθρώποις κακά → Inepta mens hominibus impertit mala → Die Torheit gibt den Menschen Unglück zum Geschenk
(6) |
(4) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συνδιαπράσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. <i>-ξω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[κατορθώνω]], [[εκτελώ]], [[διεκπεραιώνω]] ένα [[έργο]] μαζί με ή [[επιπλέον]], σε Ισοκρ., Λουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> Μέσ., [[διαπραγματεύομαι]] συγχρόνως, σε Ξεν. | |lsmtext='''συνδιαπράσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. <i>-ξω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[κατορθώνω]], [[εκτελώ]], [[διεκπεραιώνω]] ένα [[έργο]] μαζί με ή [[επιπλέον]], σε Ισοκρ., Λουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> Μέσ., [[διαπραγματεύομαι]] συγχρόνως, σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συνδιαπράσσω:''' атт. [[συνδιαπράττω]]<br /><b class="num">1)</b> вместе делать, совместно совершать: τὰ [[μέγιστα]] συνδιαπρᾶξαι Isocr. помочь совершить самое главное;<br /><b class="num">2)</b> вместе устраивать (τὰ νεκρικά Luc.);<br /><b class="num">3)</b> med. содействовать заключению договора, договариваться ([[ὑπέρ]] τινος Xen.). | |||
}} | }} |
Revision as of 13:48, 31 December 2018
English (LSJ)
Att. συνδιαπράττω,
A accomplish together or besides, Isoc.4.38, Luc.DDeor.24.1, etc. II Med., negotiate at the same time, ὑπὲρ τῶν Κόλχων X.An.4.8.24.
German (Pape)
[Seite 1007] att. -ττω, mit od. zugleich bewirken, durchsetzen, Isocr. 4, 38 u. Sp., wie Luc. D. D. 24, 1 bis accus. 2 u. Plut. – Med. mit Einem verhandeln, um Etwas durchzusetzen, ὑπέρ τινος, Xen. An. 4, 8, 24.
Greek (Liddell-Scott)
συνδιαπράσσω: Ἀττικ. -ττω, διαπράσσω ὁμοῦ, Ἰσοκρ. 48Α, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 24. 1, κλπ. ΙΙ. Μέσ., διαπραγματεύομαι συγχρόνως, ὑπέρ τινος Ξεν. Ἀν. 4. 8. 24.
French (Bailly abrégé)
mener à terme :
1 exercer (une charge, un pouvoir, etc.) avec, τινι;
2 accomplir avec;
Moy. συνδιαπράσσομαι négocier avec.
Étymologie: σύν, διαπράσσω.
Greek Monolingual
και αττ. τ. συνδιαπράττω Α διαπράττω / διαπράσσω]]
1. διαπράττω κάτι από κοινού με άλλον ή αποπερατώνω κάτι ακόμη
2. διευθύνω, διοικώ από κοινού με άλλον
3. μέσ. συνδιαπράσσομαι
διαπραγματεύομαι ταυτόχρονα με άλλον.
Greek Monolingual
και αττ. τ. συνδιαπράττω Α διαπράττω / διαπράσσω]]
1. διαπράττω κάτι από κοινού με άλλον ή αποπερατώνω κάτι ακόμη
2. διευθύνω, διοικώ από κοινού με άλλον
3. μέσ. συνδιαπράσσομαι
διαπραγματεύομαι ταυτόχρονα με άλλον.
Greek Monotonic
συνδιαπράσσω: Αττ. -ττω, μέλ. -ξω,
I. κατορθώνω, εκτελώ, διεκπεραιώνω ένα έργο μαζί με ή επιπλέον, σε Ισοκρ., Λουκ. κ.λπ.
II. Μέσ., διαπραγματεύομαι συγχρόνως, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
συνδιαπράσσω: атт. συνδιαπράττω
1) вместе делать, совместно совершать: τὰ μέγιστα συνδιαπρᾶξαι Isocr. помочь совершить самое главное;
2) вместе устраивать (τὰ νεκρικά Luc.);
3) med. содействовать заключению договора, договариваться (ὑπέρ τινος Xen.).