ἐπετήσιος: Difference between revisions
θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable
(4) |
(2) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπετήσιος:''' -ον, = [[ἐπέτειος]], αυτός που επισυμβαίνει από χρονιά σε χρονιά, δηλ. [[κάθε]] χρόνο, σε Ομήρ. Οδ. | |lsmtext='''ἐπετήσιος:''' -ον, = [[ἐπέτειος]], αυτός που επισυμβαίνει από χρονιά σε χρονιά, δηλ. [[κάθε]] χρόνο, σε Ομήρ. Οδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπετήσιος:''' Hom. = [[ἐπέτειος]] 1. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:24, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A = ἐπέτειος, from year to year, yearly, καρπός Od.7.118, cf. PSI4.320.12 (i A.D.); προστατεία Th.2.80; θυσίαι Jul.Or.4.131d; lasting the whole year, τελεσφορίη Call.Ap.78; ἐγχρονίσας ἐπετήσιον for a year, Epigr.Gr.815.
German (Pape)
[Seite 918] = ἐπέτειος, καρπός, das ganze Jahr durch dauernde Frucht, Od. 7, 118; τελεσφορίη, alljährlich, Callim. Apoll. 78.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπετήσιος: -ον, ὁ καθ’ ὅλον τὸ ἔτος διαρκῶν, διηνεκής, καρπὸς Ὀδ. Η. 118· τελεσφορίην ἐπετήσιον Καλλ. Ἀπόλλ. 77· ἐγχρονίσας ἐπετήσιον, ἐπὶ ἓν ἔτος, Συλλ. Ἐπιγρ. 2569. 8.- Πρβλ. Κόντον ἐν Γλωσσ. Παρατηρ. 336.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
de chaque année.
Étymologie: ἐπί, ἔτος.
English (Autenrieth)
(ϝέτος): throughout all the year, Od. 7.118†.
Greek Monolingual
ἐπετήσιος, -ον (Α)
1. αυτός που διαρκεί όλο το έτος
2. αυτός που γίνεται κάθε χρόνο, ενιαύσιος
3. (το ουδ. ως επίρρ.) ἐπετήσιον
για ένα έτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ετήσιος (< έτος)].
Greek Monotonic
ἐπετήσιος: -ον, = ἐπέτειος, αυτός που επισυμβαίνει από χρονιά σε χρονιά, δηλ. κάθε χρόνο, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπετήσιος: Hom. = ἐπέτειος 1.