ἱμαντόπους: Difference between revisions
Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter
(17) |
(2b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (Α [[ἱμαντόπους]], -όποδος)<br /><b>1.</b> υδρόβιο χαραδριόμορφο [[πτηνό]], [[καλαμοκανάς]], [[αδραχτάς]]<br /><b>2.</b> ([[κυρίως]] ως [[ονομασία]] κάποιου αιθιοπικού φύλου) αυτός που έχει στραβά πόδια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἱμάς]], -<i>άντος</i> <span style="color: red;">+</span> [[πους]]]. | |mltxt=ο (Α [[ἱμαντόπους]], -όποδος)<br /><b>1.</b> υδρόβιο χαραδριόμορφο [[πτηνό]], [[καλαμοκανάς]], [[αδραχτάς]]<br /><b>2.</b> ([[κυρίως]] ως [[ονομασία]] κάποιου αιθιοπικού φύλου) αυτός που έχει στραβά πόδια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἱμάς]], -<i>άντος</i> <span style="color: red;">+</span> [[πους]]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἱμαντόπους:''' ποδος adj. (лат. [[loripes]]) ремненогий, т. е. с тонкими и длинными ногами Plin. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:36, 31 December 2018
English (LSJ)
ποδος, ὁ, (
A ἱμάς 111) spindle-shanked; esp., 1 name of a tribe of Ethiopians, Plin.HN5.46, Apollod. ap. Tz.H.7.767. 2 kind of water-bird, Dionys.Av.2.9.
German (Pape)
[Seite 1252] οδος, ὁ, Riemenbein, ein langbeiniger Sumpfvogel, Opp. I x. 2, 9; vgl. loripes bei Plin. H. N. 5, 8.
Greek (Liddell-Scott)
ἱμαντόπους: ποδος, ὁ, ὡς τὸ Λατ. loripes, ὁ ἔχων τὰς κνήμας στρεβλάς: ἰδίως, 1) ὄνομα ἔθνους τινὸς Αἰθιοπικοῦ, Πλιν. Π. Ν. 3. 8, Ἀπολλόδ. παρὰ Τζέτζ. Ἱστ. 7. 767. 2) εἶδος ὑδροβίου πτηνοῦ, Ὀππ. Ἰξευτ. 2. 9.
French (Bailly abrégé)
-ποδος (ὁ) [ῐ],
aux longues jambes ou aux jambes flexibles (cf. lat. loripes) :
1. οἱ ἱμαντόποδες, les hommes aux longues jambes ou aux jambes flexibles, n. d’une tribu éthiopienne, TZETZ. Hist. 7.767, PLIN. HN 3.8;
2. échasse, oiseau à longues pattes, OPP. Ix. 2.9.
Étymologie: ἱμάς, πούς.
Greek Monolingual
ο (Α ἱμαντόπους, -όποδος)
1. υδρόβιο χαραδριόμορφο πτηνό, καλαμοκανάς, αδραχτάς
2. (κυρίως ως ονομασία κάποιου αιθιοπικού φύλου) αυτός που έχει στραβά πόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάς, -άντος + πους].
Russian (Dvoretsky)
ἱμαντόπους: ποδος adj. (лат. loripes) ремненогий, т. е. с тонкими и длинными ногами Plin.