ἐπιμήκης: Difference between revisions
Αὐθαίρετος λύπη 'στὶν ἡ τέκνων σπορά → Procreation is a self-chosen suffering → Spontalis est miseria satio liberûm → Die Kinderzeugung ist ein selbstgewähltes Leid
(4) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπιμήκης:''' -ες ([[μῆκος]]), [[επιμήκης]], [[μακρουλός]], σε Λουκ. | |lsmtext='''ἐπιμήκης:''' -ες ([[μῆκος]]), [[επιμήκης]], [[μακρουλός]], σε Λουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπιμήκης:''' <b class="num">1)</b> удлиненный, продолговатый (ψηφῖδες Democr. ap. Sext.);<br /><b class="num">2)</b> долгий, продолжительный ([[νύξ]] Luc.): τῷ ἐπιμήκει τοῦ χρόνου Arst. с течением времени. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:40, 31 December 2018
English (LSJ)
ες,
A longish, oblong, Democr.164, Plb.1.22.6, Placit.4.19.3. 2. long, μάχαιραι, ταινία, App.Syr.32, Pun.95, cf. Arist.Mu. 393b5, Bito 52.3, v.l. in Hdt.7.36: Comp. -έστερος Dsc.1.7, Luc. DDeor.10.1; far-stretching, extensive, τόπος LXXBa.3.24; ἐ. ἐξ . . ἐπὶ . . extending from . . to... App.Ill.22; also of Time, Vett.Val.344.5: Sup. -έστατος Hdn.8.1.5; irreg. ἐπιμήκιστος dub. in Ph.1.291.
German (Pape)
[Seite 962] ες, länglich, lang; Democr. Sext. Emp. adv. log. 1, 118; ἐπιμηκεστέραν γίγνεσθαι τὴν νύκτα Luc. D. D. 10, 1; Hdn. 7, 6, 3 u. öfter; Philo u. Alciphr. 1, 22 haben den unregelmäßig gebildeten superlat. ἐπιμήκιστα. Dagegen ἐπιμηκέστατος Hdn. 8, 1, 12.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιμήκης: -ες, ὡς καὶ νῦν, «μακρουλὸς» Δημόκρ. παρὰ Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 117, Πλούτ. 2. 902D, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 10. 1· ὑπερθ. ἐπιμηκέστατος Ἡρῳδιαν. 8. 1· ἀνώμαλ. ἐπιμήκιστος Φίλων 1. 291.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
un peu long, oblong, allongé.
Étymologie: ἐπί, μῆκος.
Greek Monolingual
-ες (ΑΝ ἐπιμήκης, -ες) μήκος
αυτός του οποίου το μήκος είναι μεγαλύτερο από το πλάτος
αρχ.
1. εκτεταμένος, μεγάλος
2. (για ανάστημα) ψηλός
3. (το ουδ. συγκρ. ως επίρρ.) ἐπιμηκέστερον
για περισσότερο χρόνο.
Greek Monotonic
ἐπιμήκης: -ες (μῆκος), επιμήκης, μακρουλός, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιμήκης: 1) удлиненный, продолговатый (ψηφῖδες Democr. ap. Sext.);
2) долгий, продолжительный (νύξ Luc.): τῷ ἐπιμήκει τοῦ χρόνου Arst. с течением времени.