κύπειρος: Difference between revisions

From LSJ

ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)

Source
(nl)
(3)
Line 27: Line 27:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κύπειρος -ου, ὁ, Ion. κύπερος, cypergras.
|elnltext=κύπειρος -ου, ὁ, Ion. κύπερος, cypergras.
}}
{{elru
|elrutext='''κύπειρος:''' (ῠ) ὁ HH, Theocr. = [[κύπειρον]].
}}
}}

Revision as of 14:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κύπειρος Medium diacritics: κύπειρος Low diacritics: κύπειρος Capitals: ΚΥΠΕΙΡΟΣ
Transliteration A: kýpeiros Transliteration B: kypeiros Transliteration C: kypeiros Beta Code: ku/peiros

English (LSJ)

[ῠ], ὁ, = foreg., h.Merc.107, Ar.Ra.243 (lyr.), Pherecr. 109, Thphr.HP1.8.1, and 10.5, Theoc.1.106.

German (Pape)

[Seite 1534] ὁ, ion. κύπερος (s. unten), bei Diosc. auch ἡ, eine Wasser- oder Wiesenpflanze, H. h. Men, 107; mit einer gewürzhaften Wurzel, Theophr.; neben φλέως, Ar. Ran. 243; Theocr. 1, 106. 5, 45. Vgl. κυπειρίς.

Greek (Liddell-Scott)

κύπειρος: ῠ, ὁ, φυτόν τι ἑλῶδες ὡς τὸ κύπειρον, Ὁμηρ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 107, Ἀριστοφ. Βάτρ. 243, Φερεκρ. ἐν «Μεταλλεῦσι» 1, Θεόκρ. 1. 106, κτλ. ΙΙ. ἕτερον εἶδος αὐτοῦ φαίνεται ὅτι ἦτο τὸ βροῦλον, καὶ ἄλλο εἶδος τὸ gladiolus, Schneid. Πίνακ. εἰς Θεόφρ.· πρβλ. ὡσαύτως κύπερος.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ, ἡ)
souchet, plante.
Étymologie: DELG emprunt probable.

Greek Monolingual

ο, η (Α κύπειρος)
βλ. κύπερη.

Greek Monotonic

κύπειρος: [ῠ], ὁ, = το προηγ., σε Ομηρ. Ύμν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κύπειρος -ου, ὁ, Ion. κύπερος, cypergras.

Russian (Dvoretsky)

κύπειρος: (ῠ) ὁ HH, Theocr. = κύπειρον.