προδιασύρω: Difference between revisions
ταῦτα δὲ ἔδει ποιῆσαι κἀκεῖνα μὴ ἀφιέναι → these things should have been done without neglecting the others | these are the things you should have done without neglecting the others | these ought ye to have done, and not to leave the other undone
(6) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''προδιασύρω:''' [ῡ], μέλ. <i>-σῠρῶ</i>, [[διασύρω]] ή [[εμπαίζω]] εκ των προτέρων, σε Θουκ. — Παθ., έχει σχηματιστεί αρνητική [[γνώμη]] [[εναντίον]] μου, σε Αριστ. | |lsmtext='''προδιασύρω:''' [ῡ], μέλ. <i>-σῠρῶ</i>, [[διασύρω]] ή [[εμπαίζω]] εκ των προτέρων, σε Θουκ. — Παθ., έχει σχηματιστεί αρνητική [[γνώμη]] [[εναντίον]] μου, σε Αριστ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προδιασύρω:''' (ῡ) растягивать в разные стороны, т. е. разрывать на части, уничтожать по частям ([[τἀναντία]] Arst.). | |||
}} | }} |
Revision as of 14:40, 31 December 2018
English (LSJ)
[ῡ],
A pull to pieces, ridicule beforehand, Arist.Rh. 1418b9, Rh.Al.1433b9.
German (Pape)
[Seite 715] vorher durchziehen; Arist. rhet. Al. 19, 13; Schol. Ar. Plut. 39. Nach Hesych. auch = den Vertrag übertreten.
Greek (Liddell-Scott)
προδιασύρω: [ῡ], διασύρω, ἐμπαίζω πρότερον, Ἀριστ. Ῥητ. 3. 17, 14 Ρητ. Ἀλ. 19. 13.
French (Bailly abrégé)
déchirer ou décrier le premier.
Étymologie: πρό, διασύρω.
Greek Monolingual
Α διασύρω
γελοιοποιώ, εξευτελίζω κάποιον ή κάτι προηγουμένως.
Greek Monotonic
προδιασύρω: [ῡ], μέλ. -σῠρῶ, διασύρω ή εμπαίζω εκ των προτέρων, σε Θουκ. — Παθ., έχει σχηματιστεί αρνητική γνώμη εναντίον μου, σε Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
προδιασύρω: (ῡ) растягивать в разные стороны, т. е. разрывать на части, уничтожать по частям (τἀναντία Arst.).