ὀλιγοσιτία: Difference between revisions
From LSJ
(5) |
(3b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὀλῐγοσῑτία:''' ἡ, περιορισμένη [[κατανάλωση]] τροφής, [[εγκράτεια]] ως προς την [[ποσότητα]] του φαγητού που καταναλώνει [[κάποιος]], σε Αριστ. | |lsmtext='''ὀλῐγοσῑτία:''' ἡ, περιορισμένη [[κατανάλωση]] τροφής, [[εγκράτεια]] ως προς την [[ποσότητα]] του φαγητού που καταναλώνει [[κάποιος]], σε Αριστ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀλῐγοσιτία:''' ἡ воздержность в пище Arst. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:48, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A small eating, moderation in food, Arist.Pol.1272a22,Pr.863b24, Thphr.Lass. 17, Sor.1.65, etc.
German (Pape)
[Seite 321] ἡ, das Wenigessen; Arist. pol. 2, 10; Luc. Paras. 16.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
frugalité, sobriété.
Étymologie: ὀλιγόσιτος.
Greek Monolingual
η (Α ὀλιγοσιτία) ολιγόσιτος
εγκράτεια στο φαγητό, λιγοφαγία («ὀλιγοσιτίαις και ὀλιγοποσίαις χρῶνται καθάπερ oἱ νοσοῡντες», Λουκιαν.).
Greek Monotonic
ὀλῐγοσῑτία: ἡ, περιορισμένη κατανάλωση τροφής, εγκράτεια ως προς την ποσότητα του φαγητού που καταναλώνει κάποιος, σε Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
ὀλῐγοσιτία: ἡ воздержность в пище Arst.