προσαποτίνω: Difference between revisions
οὐδέν γε πλὴν ἢ τὸ πέος ἐν τῇ δεξιᾷ → nothing, except for my penis in my right hand | nothing, except what I have in my right hand
(6) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''προσαποτίνω:''' [ῐ], μέλ. -[[τίσω]] [ῑ], [[πληρώνω]] [[επιπλέον]], σε Πλάτ. | |lsmtext='''προσαποτίνω:''' [ῐ], μέλ. -[[τίσω]] [ῑ], [[πληρώνω]] [[επιπλέον]], σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=προσ-αποτίνω ook nog betalen. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:12, 31 December 2018
English (LSJ)
[ῐ], fut. -τείσω,
A pay besides, μισθόν Pl.Lg.945a, cf. PEleph.1.11 (iv B.C.), Abh. Berl.Akad.1925(5).29 (Cyrene, i B.C./i A.D.); τόκους Men.235.9; χρήματά τινι Dius ap.J.AJ8.5.3; opp. -δίδωμι, Hyp.Eux.17.
German (Pape)
[Seite 751] (s. τίνω), noch dazu zahlen od. büßen, προσαποτισάτω μισθόν Plat. Legg. XII, 845 a, u. Sp. Vgl. προσαποτιμάω.
Greek (Liddell-Scott)
προσαποτίνω: [ῐ], μέλλ. -τίσω [ῑ], ἀποτίνω, πληρώνω προσέτι, μισθὸν Πλάτ. Νόμ. 945Α· οὗτοι προσαποτίνουσι τοῦ χρόνου τόκους Μένανδρ. ἐν «Θησαυρῷ» 1. 9· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ -δίδωμ , Ὑπερείδ. ὑπὲρ Εὐξ. ΙΙΙ. 17, Blass.
French (Bailly abrégé)
payer ou acquitter en outre.
Étymologie: πρός, ἀποτίνω.
Greek Monolingual
Α
πληρώνω κάτι ακόμη («ὁ δὲ ὄφλων τὴν δίκην... προσαποτισάτω μισθόν», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἀποτίνω «πληρώνω, αποδίδω κάτι που οφείλεται»].
Greek Monotonic
προσαποτίνω: [ῐ], μέλ. -τίσω [ῑ], πληρώνω επιπλέον, σε Πλάτ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-αποτίνω ook nog betalen.