ἀδευκής: Difference between revisions

From LSJ

Ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → If we have money, then we will have friends → Habebo amicos, si habuero pecuniam → An Freunden wird's nicht fehlen, wenn's an Geld nicht fehlt

Menander, Monostichoi, 165
(2)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀδευκής:''' -ές, [[λέξη]] που χρησιμοποιείται μόνο από τον Όμηρ.· μόνο στην Ομήρ. Οδ. ως επίθ. των [[ὄλεθρος]], [[πότμος]], [[φῆμις]]· κοινώς ερμηνεύεται «όχι [[γλυκός]], [[πικρός]], [[σκληρός]]» (από την αρχαιότερη [[λέξη]] [[δεῦκος]] που σημαίνει [[γλυκός]])· [[αλλά]] πιο πιθ. είναι ότι σημαίνει, [[απρόσμενος]], [[αιφνίδιος]], [[ξαφνικός]] (από το <i>δοκ-έω</i>).
|lsmtext='''ἀδευκής:''' -ές, [[λέξη]] που χρησιμοποιείται μόνο από τον Όμηρ.· μόνο στην Ομήρ. Οδ. ως επίθ. των [[ὄλεθρος]], [[πότμος]], [[φῆμις]]· κοινώς ερμηνεύεται «όχι [[γλυκός]], [[πικρός]], [[σκληρός]]» (από την αρχαιότερη [[λέξη]] [[δεῦκος]] που σημαίνει [[γλυκός]])· [[αλλά]] πιο πιθ. είναι ότι σημαίνει, [[απρόσμενος]], [[αιφνίδιος]], [[ξαφνικός]] (από το <i>δοκ-έω</i>).
}}
{{elru
|elrutext='''ἀδευκής:''' неприятный, тяжелый, ужасный ([[ὄλεθρος]], [[πότμος]], [[φῆμις]] Hom.).
}}
}}

Revision as of 15:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀδευκής Medium diacritics: ἀδευκής Low diacritics: αδευκής Capitals: ΑΔΕΥΚΗΣ
Transliteration A: adeukḗs Transliteration B: adeukēs Transliteration C: adefkis Beta Code: a)deukh/s

English (LSJ)

ές, Hom. only in Od.,

   A ὀλέθρῳ ἀδευκέϊ 4.489; ἀδευκέα πότμον 10.245; φῆμιν ἀδευκέα 6.273, cf. A.R.2.267, etc. (Expl. by Scholl. either (cf. δεῦκος, q.v.) not sweet, i. e. bitter, cruel, or (cf. δεύκει) unexpected, cf. Apollon. Lex., Hsch.:—ἀ.φωνή expl. as not imitative, opp. πολυδευκής, Ael.NA5.38.)

Greek (Liddell-Scott)

ἀδευκής: -ές, λέξις παρ’ Ὁμήρ. ἀπαντῶσα μόνον ἐν Ὀδ., ὀλέθρῳ ἀδευκέϊ, Δ. 489· ἀδευκέα πότμον, Κ. 245· φῆμιν ἀδευκέα, Ζ. 273: ― οὕτω καὶ παρ’ Ἀπολλ. Ροδ. κτλ.· ― κοινῶς ἑρμηνεύεται, οὐχὶ γλυκύς, πικρός, σκληρὸς (δεῦκος γὰρ τὸ γλυκύ, λέγει ὁ Σχολ. τοῦ Ἀπολλ. Ροδ. 2. 267, πρβλ. Σχόλ. εἰς Ὀδ. Δ. 489, κτλ.), καὶ ὁ Νίκ. ἐν τοῖς Ἀλεξ. 328, μετεχειρίσθη δευκέϊ οἴνῳ, = γλυκέϊ. Ἀλλ’ οἱ Σχολιαστ. σχεδὸν πάντοτε προσθέτουσι καὶ ἄλλην σημασίαν, = ἀπεοικώς, ἀπροσδόκητος, ἀπροόρατος, ἀνείκαστος, ὁ Ἀπολλών. ἐν τῷ Λεξ. Ὁμ. ἑρμηνεύει, «ἀδευκεῖ, ἤτοι τῷ ἀπεοικότι; ἢ οἷον ἀδεχεῖ (ἴσως ἀδοκεῖ), ἀπροσδοκήτῳ.» Καὶ ὁ Κούρτιος δὲ δοξάζει ὡς πιθανόν, ἐπὶ ἐτυμολογικῶν λόγων στηριζόμενος, ὅτι ἡ τελευταία αὕτη σημασία εἶναι ἡ ἀληθὴς Ὁμηρική, ἡγούμενος ὅτι τὸ δευκής ἀνήκει εἰς τὴν αὐτὴν ῥίζαν εἰς ἣν καὶ τὸ δοκέω, πρβλ. ἐνδυκέως, Πολυδεύκης.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
non doux, amer, triste, cruel.
Étymologie: ἀ, δεῦκος.

English (Autenrieth)

odious, unpleasant; θάνατος, πότμος, φῆμις.

Spanish (DGE)

-ές
1 oscuro, que no se puede conocer, inesperado gener. ref. a la muerte y al destino ὤλετ' ὀλέθρῳ ἀδευκέϊ ... ἠὲ φίλων ἐν χερσίν Od.4.489, ἀγγελίην ἑτάρων ἐρέων καὶ ἀδευκέα πότμον contando la noticia y la muerte desconocida de sus compañeros (Euríloco no sabe que han sido convertidos en cerdos) Od.10.245, ἀδευκέα δ' οὐ φύγεν αἶσαν μαντοσύναις a pesar de sus dotes de adivinación no pudo eludir una muerte inesperada A.R.4.1503, ἄτη A.R.1.1037, ἠύτ' ἄελλαι ἀδευκέες ἢ στεροπαὶ ὥς como huracanes o relámpagos que nadie espera A.R.2.267
p. ext. difícil de soportar, que trae amargura Hsch.
en cont. posit. ἀ. νίκη victoria inesperada Nonn.D.28.81, cf. Hdn.Schem.4.
2 prob. a partir de los cont. c. ὄλεθρος, πότμος, ἄτη hostil, amargo τῶν ἀλεείνω φῆμιν ἀδευκέα temo su charla hostil, Od.6.273, μῆνιν A.R.1.1339, ἀδευκέος ἐξ ἁλός (recibirás inesperadamente ayuda) del mar hostil A.R.2.388, ἀδευκέας οἴνας vides amargas Orph.Fr.775.5.
3 explicado como no imitativo ἀ. φωνή (op. πολυδευκής) Ael.NA 5.38.

• Etimología: De *deuk-/duk- que se encuentra en lat. dūco, gót. tiuhan, etc.; en gr. los restos de esta raíz forman un conjunto semántico poco homogéneo: δαι-δύσσεσθαι (< *δαι-δυκ-ω)· ἕλκεσθαι Hsch., δεύκει· φροντίζει Hsch., δεύκω· βλέπω EM 260.54G, ἐνδυκέως ‘con cuidado’, Hsch.

Greek Monotonic

ἀδευκής: -ές, λέξη που χρησιμοποιείται μόνο από τον Όμηρ.· μόνο στην Ομήρ. Οδ. ως επίθ. των ὄλεθρος, πότμος, φῆμις· κοινώς ερμηνεύεται «όχι γλυκός, πικρός, σκληρός» (από την αρχαιότερη λέξη δεῦκος που σημαίνει γλυκόςαλλά πιο πιθ. είναι ότι σημαίνει, απρόσμενος, αιφνίδιος, ξαφνικός (από το δοκ-έω).

Russian (Dvoretsky)

ἀδευκής: неприятный, тяжелый, ужасный (ὄλεθρος, πότμος, φῆμις Hom.).