αἴσυλος: Difference between revisions
ἀναγκαιότεραι μὲν οὖν πᾶσαι ταύτης, ἀμείνων δ᾽ οὐδεμία → accordingly, although all other sciences are more necessary than this, none is more excellent (Aristotle, Metaphysics A 983a10)
(2) |
(1) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''αἴσῠλος:''' -ον, [[απρεπής]], [[ασεβής]], [[κακός]], σε Ομήρ. Ιλ. (αμφίβ. προέλ.) | |lsmtext='''αἴσῠλος:''' -ον, [[απρεπής]], [[ασεβής]], [[κακός]], σε Ομήρ. Ιλ. (αμφίβ. προέλ.) | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''αἴσῠλος:''' преступный, нечестивый Hom., HH, Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:36, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A unseemly, evil, godless, αἴσυλα ῥέζων Il.5.403 (cf. αἴσιμος) μυθήσασθαι 20.202; οἶδε h.Merc.164, cf. AP7.624 (Diod.).
Greek (Liddell-Scott)
αἴσῠλος: -ον, ἀπρεπής, κακός, ἀσεβής, ἀντιτίθεται τῷ αἴσιμος: αἴσυλα ῥέζων, Ἰλ. Ε. 403· μυθήσασθαι, Υ. 202· οἶδεν, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 164· Ἀνθ. Π. 7. 624. (ὁ Pott., Et. Forsch 1. 272, νομίζει ὅτι εἶναι ἀντὶ ἀΐσυλος = ἄϊσος).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
impie, criminel.
Étymologie: p. *ἀ-Ϝαι-συλος, de αἶσα ; selon d’autres, de ἀ, ἶσος = lat. iniquus.
English (Autenrieth)
evil, neut. pl. with ῥέζειν, μῦθήσασθαι.
Spanish (DGE)
(αἴσῠλος) -ον
impío αἴσυλα ῥέζων Il.5.403, μυθήσασθαι Il.20.202, οἶδε h.Merc.164, λέξαι AP 7.624 (Diod.).
• Etimología: Etim. desconocida; muy dudosa la rel. c. αἶσα.
Greek Monotonic
αἴσῠλος: -ον, απρεπής, ασεβής, κακός, σε Ομήρ. Ιλ. (αμφίβ. προέλ.)
Russian (Dvoretsky)
αἴσῠλος: преступный, нечестивый Hom., HH, Anth.