Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀμπέλιον: Difference between revisions

From LSJ
(2)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀμπέλιον:''' τό, υποκορ. του [[ἄμπελος]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ἀμπέλιον:''' τό, υποκορ. του [[ἄμπελος]], σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμπέλιον:''' τό Arph. demin. к [[ἄμπελος]].
}}
}}

Revision as of 16:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμπέλιον Medium diacritics: ἀμπέλιον Low diacritics: αμπέλιον Capitals: ΑΜΠΕΛΙΟΝ
Transliteration A: ampélion Transliteration B: ampelion Transliteration C: ampelion Beta Code: a)mpe/lion

English (LSJ)

τό, Dim. of ἄμπελος, Ar.Ach. 512, Pax596, Hp.Nat.Mul.109.

German (Pape)

[Seite 128] τό, kleiner Weinstock, Ar. Ach. 486.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμπέλιον: τό, ὑποκορ. τοῦ ἄμπελος, Ἀριστοφ. Ἀχ. 512, Εἰρ. 596.

Spanish (DGE)

-ου, τό
I 1pámpano τὸ ἀμπέλιον τρίβων χλωρὸν ἐν μέλιτι Hp.Nat.Mul.109, cf. Mul.1.78, Hsch.
2 viñedo, PStras.29.39 (III a.C.).
II dim. de ἄμπελος plu. cepitas κἀμοὶ γάρ ἐστι τἀμπέλια κεκομμένα Ar.Ach.512, cf. Pax 596, Hsch.

Greek Monolingual

ἀμπέλιον, το (υποκορ. του ἄμπελος) (Α) ἄμπελος
μικρή άμπελος, αμπέλι.

Greek Monotonic

ἀμπέλιον: τό, υποκορ. του ἄμπελος, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἀμπέλιον: τό Arph. demin. к ἄμπελος.