ἀκρόδετος: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
(2)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀκρόδετος:''' -ον, δεμένος στην [[άκρη]] ή στην [[κορυφή]], σε Ανθ.
|lsmtext='''ἀκρόδετος:''' -ον, δεμένος στην [[άκρη]] ή στην [[κορυφή]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀκρόδετος:''' сверху обвязанный (δούνακες Anth.).
}}
}}

Revision as of 16:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκρόδετος Medium diacritics: ἀκρόδετος Low diacritics: ακρόδετος Capitals: ΑΚΡΟΔΕΤΟΣ
Transliteration A: akródetos Transliteration B: akrodetos Transliteration C: akrodetos Beta Code: a)kro/detos

English (LSJ)

ον,

   A bound at end or top, AP6.5 (Phil.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀκρόδετος: -ον, ὁ δεδεμένος κατὰ τὸ ἄκρον ἢ τὴν κορυφήν, Ἀνθ. Π. 6. 5.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
lié par l’extrémité ou par le haut.
Étymologie: ἄκρος, δέω¹.

Spanish (DGE)

-ον atado en la punta δούνακες AP 6.5 (Phil.).

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ἀκρόδετος, -ον)
ο δεμένος με άλλον από την άκρη ή την κορυφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (Ι) + δετός < δέω.
ΠΑΡ. νεοελλ. ακροδεσία, ακροδετώ].

Greek Monotonic

ἀκρόδετος: -ον, δεμένος στην άκρη ή στην κορυφή, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἀκρόδετος: сверху обвязанный (δούνακες Anth.).