ἀναβέβρυχεν: Difference between revisions
πᾶσα γυνὴ τοῦ λύχνου ἀρθέντος ἡ αὐτή ἐστι → all women are the same in the dark, all women are the same when the lights go out
(2) |
(1) |
||
Line 13: | Line 13: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀναβέβρῠχεν:''' παρακ. με ενεστ. ἀνα-[[βρύζω]] σε [[αχρηστία]], [[ἀναβέβρυχεν]] [[ὕδωρ]], ανέβλυζε ή κόχλαζε το [[νερό]], σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''ἀναβέβρῠχεν:''' παρακ. με ενεστ. ἀνα-[[βρύζω]] σε [[αχρηστία]], [[ἀναβέβρυχεν]] [[ὕδωρ]], ανέβλυζε ή κόχλαζε το [[νερό]], σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀναβέβρῠχεν:''' v. l. [[ἀναβέβροχεν]] (3 л. sing. pf. к *[[ἀναβρύχω]] в знач. praes.) бьет ключом ([[ὕδωρ]] Hom.). | |||
}} | }} |
Revision as of 16:08, 31 December 2018
German (Pape)
[Seite 181] ὕδωρ, Il. 17, 54, das Wasser sprudelt hervor; s. Buttmann. Lexil. 2, 120 ff. Zenodot las ἀναβέβροχεν, Scholl. Iliad. l. l.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναβέβρῠχεν: πρκμ. ἄνευ ἐνεστῶτος ἐν χρήσει, ἀναβέβρυχεν ὕδωρ, τὸ ὕδωρ ἀνέβρυσεν, ἀνεπήδησεν ἢ ἀνεκόχλασεν, Ἰλ. Ρ. 54, ἔνθα ὁ Ζηνόδ. ἀναβέβροχεν. (Συγγεν. τῷ βλύζω, βλύω, βρύω, πρβλ. ὑπόβρυχα: πρβλ. βρόχω Ι).
French (Bailly abrégé)
3ᵉ sg. pf. de *ἀναβρύζω, *ἀναβρύχω jaillir avec bruit.
Étymologie: ἀνά, βρυχάομαι.
English (Autenrieth)
defective perf., bubbles up, Il. 17.54† (v. l. ἀναβέβροχεν).
Greek Monotonic
ἀναβέβρῠχεν: παρακ. με ενεστ. ἀνα-βρύζω σε αχρηστία, ἀναβέβρυχεν ὕδωρ, ανέβλυζε ή κόχλαζε το νερό, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ἀναβέβρῠχεν: v. l. ἀναβέβροχεν (3 л. sing. pf. к *ἀναβρύχω в знач. praes.) бьет ключом (ὕδωρ Hom.).