ἀνάβλεψις: Difference between revisions
Βίος βίου δεόμενος οὐκ ἔστιν βίος → Non est vitalis vita victus indigens → Kein Leben ist ein Leben ohne Unterhalt
(2) |
(1) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀνάβλεψις:''' -εως, ἡ,<br /><b class="num">I.</b> κοίταγμα προς τα πάνω, σε Αριστ.<br /><b class="num">II.</b> [[ανάκτηση]] όρασης, σε Καινή Διαθήκη | |lsmtext='''ἀνάβλεψις:''' -εως, ἡ,<br /><b class="num">I.</b> κοίταγμα προς τα πάνω, σε Αριστ.<br /><b class="num">II.</b> [[ανάκτηση]] όρασης, σε Καινή Διαθήκη | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀνάβλεψις:''' εως ἡ<b class="num">1)</b> видение, зрительное восприятие (ἀ. καὶ [[ἁφή]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> прозрение NT. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:08, 31 December 2018
English (LSJ)
εως, ἡ,
A looking up, seeing, Arist.Ph.247b8. II recovery of sight, LXX Is.61.1, cf. Ev.Luc.4.18.
German (Pape)
[Seite 181] ἡ, das Ansehen, Wiedersehen; Ael. H. A. 17, 13 ist ἀντίβλεψις dafür geschrieben.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάβλεψις: -εως, ἡ τὸ πρὸς τὰ ἄνω βλέπειν, Ἀριστ. Φυσ. 7. 3. 13. ΙΙ. ἀνάκτησις τῆς ὁράσεως, Εὐαγγ. κ. Λουκ. δ΄, 19: - ἐν Αἰλ. περὶ Ζ. 17. 13 ἐκ τοῦ ὀλίγον ἀνωτέρω ἀντιβλέπω ἀπαιτεῖται ἡ λέξις ἀντίβλεψις. Τὴν γραφὴν ταύτην παρεδέξατο ὁ Ἐρχέριος ἐν τῇ ἑαυτοῦ ἐκδ. τοῦ Αἰλιανοῦ.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 action de regarder en haut;
2 action de recouvrer la vue NT.
Étymologie: ἀναβλέπω.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 vista ἡ ἀνάβλεψις καὶ ἡ ἁφή Arist.Ph.247b8, διὰ ψιλῆς ἀναβλέψεως Leont.in Arat.p.562.10.
2 recuperación de la vista LXX Is.61.1, Eu.Luc.4.18.
English (Strong)
from ἀναβλέπω; restoration of sight: recovery of sight.
Greek Monotonic
ἀνάβλεψις: -εως, ἡ,
I. κοίταγμα προς τα πάνω, σε Αριστ.
II. ανάκτηση όρασης, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
ἀνάβλεψις: εως ἡ1) видение, зрительное восприятие (ἀ. καὶ ἁφή Arst.);
2) прозрение NT.