ἀντίβλεψις
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
English (LSJ)
-εως, ἡ, looking in the face, look, X.Hier.1.35, Plu. 2.681b.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
mirada que responde a otra παρὰ τοῦ ἀντιφιλοῦντος ... αἱ ἀντιβλέψεις X.Hier.1.35
•cambio de miradas τῶν ἐν ὥρᾳ Plu.2.681b, cf. Ael.NA 17.13.
German (Pape)
[Seite 250] ἡ, das Ansehen, Xen. Hier. 1, 35; Plut.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action d'échanger des regards ou action de regarder en face.
Étymologie: ἀντιβλέπω.
Russian (Dvoretsky)
ἀντίβλεψις: εως ἡ глядение в лицо Plut.: αἱ ἀντιβλέψεις Xen. обмен взглядами.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντίβλεψις: -εως, ἡ, τὸ βλέπειν κατὰ πρόσωπον, βλέμμα, «κύτταγμα» Ξεν. Ἱέρ. 1. 35, Πλούτ. 2. 681Β.
Greek Monolingual
ἀντίβλεψις, η (Α)
το να βλέπει κάποιος κατάματα κάποιον άλλο.
Greek Monotonic
ἀντίβλεψις: -εως, ἡ, κοίταγμα κατευθείαν στο πρόσωπο, κοίταγμα, κατάφατσα, σε Ξεν.