ἀμφιθέω: Difference between revisions

From LSJ

ᾁδειν ἀμουσότερα Λειβηθρίων → sing worse than Leibethrans, sing worse than the people of Leibethra

Source
(2)
(1)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀμφιθέω:''' μέλ. -[[θεύσομαι]], [[τρέχω]] εδώ και [[εκεί]], με αιτ., σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''ἀμφιθέω:''' μέλ. -[[θεύσομαι]], [[τρέχω]] εδώ και [[εκεί]], με αιτ., σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμφιθέω:''' бегать или резвиться вокруг (πόριες ἀμφιθέουσιν μητέρας Hom.).
}}
}}

Revision as of 16:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφιθέω Medium diacritics: ἀμφιθέω Low diacritics: αμφιθέω Capitals: ΑΜΦΙΘΕΩ
Transliteration A: amphithéō Transliteration B: amphitheō Transliteration C: amfitheo Beta Code: a)mfiqe/w

English (LSJ)

generally pres.,

   A run round about, ἀμφιθέουσι μητέρας Od. 10.413: c. dat., νόος δέ οἱ αἴσιμος ἀμφιθέει right mind surrounds him, Mosch.2.107: impf. ἀμφιθέεσκεν Q.S.5.371.

German (Pape)

[Seite 139] (s. θέω), im Kreise umlaufen, Od. 10, 413 von stälbern ἀμφιθέουσιν μητέρας, Iliad. 6, 238 ἀμφ' ἄρα μιν Τρώων ἄλοχοι θέον ἠδὲ θύγατρες; – νόος οἱ ἀμφιθέει, Verstand umgiebt ihn, d. h. er hat Verstand, Mosch. 2, 107.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφιθέω: ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ., περιτρέχω, ἀμφιθέουσι μητέρας Ὀδ. Κ. 413: - ὡσαύτως μ. δοτ., νόος δέ οἱ … αἴσιμος ἀμφιθέει, διανοήματα ὀρθὰ περιβάλλουσιν αὐτόν, δηλ. ἔχει νοῦν ὑγιᾶ, Μόσχ. 2. 107.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. non contracte;
courir autour de, acc..
Étymologie: ἀμφί, θέω.

English (Autenrieth)

run about, with acc., Od. 10.413†.

Spanish (DGE)

• Morfología: [impf. ἀμφιθέεσκεν Q.S.5.371]
1 correr alrededor de c. ac. μητέρας Od.10.413, ἠελίου τὸν Σκορπίον ἀμφιθέοντος Orph.Fr.285.39
abs. correr dando vueltas en todas direcciones Q.S.l.c., ἄνθεος αὐγή Paul.Sil.Ambo 99.
2 fig. circundar c. dat. νόος δέ οἱ ... αἴσιμος ἀμφιθέει Mosch.2.107.

Greek Monolingual

ἀμφιθέω (ΑΜ)
1. τρέχω ολόγυρα
2. περιστοιχίζω, περιβάλλω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + θέω].

Greek Monotonic

ἀμφιθέω: μέλ. -θεύσομαι, τρέχω εδώ και εκεί, με αιτ., σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφιθέω: бегать или резвиться вокруг (πόριες ἀμφιθέουσιν μητέρας Hom.).