ἀκηδία: Difference between revisions

From LSJ

κακῶς ζῆν κρεῖσσον ἢ καλῶς θανεῖνbetter to live ignobly than to die nobly, better to live badly than to die well

Source
(2)
(1)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀκηδία]], η (AM)<br />στην Αρχαία Ελληνική και [[ἀκήδεια]]) [[ἀκηδής]]<br /><b>1.</b> [[αδιαφορία]], [[αμεριμνησία]], [[ολιγωρία]], [[απάθεια]]<br /><b>2.</b> [[αθυμία]]<br /><b>3.</b> [[εξάντληση]], [[εξασθένηση]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>(Εκκλ.)</b><br /><b>1.</b> ψυχική [[νωθρότητα]], [[ραθυμία]], [[νωχέλεια]], [[οκνηρία]]<br /><b>2.</b> [[άγχος]], [[αγωνία]]<br /><b>3.</b> [[απελπισία]]<br /><b>4.</b> [[θλίψη]]<br /><b>5.</b> ψυχική [[κατάπτωση]], [[πειρασμός]] του [[μοναχού]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀκηδής]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.-μσν.</b> <i>ἀκηδιῶ</i>].
|mltxt=[[ἀκηδία]], η (AM)<br />στην Αρχαία Ελληνική και [[ἀκήδεια]]) [[ἀκηδής]]<br /><b>1.</b> [[αδιαφορία]], [[αμεριμνησία]], [[ολιγωρία]], [[απάθεια]]<br /><b>2.</b> [[αθυμία]]<br /><b>3.</b> [[εξάντληση]], [[εξασθένηση]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>(Εκκλ.)</b><br /><b>1.</b> ψυχική [[νωθρότητα]], [[ραθυμία]], [[νωχέλεια]], [[οκνηρία]]<br /><b>2.</b> [[άγχος]], [[αγωνία]]<br /><b>3.</b> [[απελπισία]]<br /><b>4.</b> [[θλίψη]]<br /><b>5.</b> ψυχική [[κατάπτωση]], [[πειρασμός]] του [[μοναχού]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀκηδής]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.-μσν.</b> <i>ἀκηδιῶ</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀκηδία:''' ἡ<b class="num">1)</b> беззаботность, беспечность Cic.;<br /><b class="num">2)</b> пренебрежение к себе, самоотверженность Luc.
}}
}}

Revision as of 16:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκηδία Medium diacritics: ἀκηδία Low diacritics: ακηδία Capitals: ΑΚΗΔΙΑ
Transliteration A: akēdía Transliteration B: akēdia Transliteration C: akidia Beta Code: a)khdi/a

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ,

   A = ἀκήδεια: indifference, torpor, apathy, Hp.Gland.12, Cic.Att.12.45.    2 weariness, exhaustion, Luc.Herm.77, D.C.Fr.73; πνεύματος LXX Is.61.3.    3 c. gen., neglect, disregard, τῆς παραφορῆς Aret.CA1.1.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκηδία: Ἰων. -ίη, ἡ, = ἀκήδεια, ἀδιαφορία, ἀδράνεια, νάρκωσις ἐκ θλίψεως ἢ ἐξαντλήσεως, Ἱππ. 272, 39, Κικ. πρὸς Ἀττ. 12.45, Ἀρεταῖος, κτλ.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ

• Alolema(s): jón. -ίη Hp.Gland.12; -εία Diog.Oen.25.3.9, jón. -είη Emp.B 136, A.R.2.219
1 despreocupación, falta de cuidado, indiferencia νόοιο Emp.B 136, cf. A.R.2.219, 3.260, Diog.Oen.25.3.9, τῆς παραφορῆς Aret.CA 1.1.28
en el sintagma ἐν ἀκηδίῃ sin atención ἄμφω δὲ ἐν ἀκηδίῃ καταγυιοῖ τὴν φύσιν ambas cosas, si no se les presta atención, debilitan la naturaleza Hp.Gland.12
dejadez, apatía Cic.Att.290.1, Herm.Vis.3.11.3.
2 de un estado físico embotamiento, cansancio ἀ. καὶ κάματος Luc.Herm.77, ἀ. καὶ ὁ ἐκ τῆς ὁδοῦ κόπος Gr.Nyss.Ep.1.10
entorpecimiento μετετρωπᾶτο παρειὰς ἐς χλόον, ἄλλοτ' ἔρευθος, ἀκηδείῃσι νόοιο sus mejillas se mudaban ya en pálidas, ya en rojas, por los desvíos de su razón A.R.3.298
abatimiento στενωθεῖσα ὑπὸ ἀκηδίας Pall.V.Chrys.17.165.
3 angustia, objeto de preocupación, tristeza πνεῦμα ἀκηδίας ánimo triste LXX Is.61.3, οὔθ' ὑπὸ ἄλλης τινὸς ἀκηδίας ἐταλαιπώρησεν D.C.73.2
desesperación Cyr.Al.M.73.504C.
4 descuido, acidia, pereza tentación especial de los eremitas ἀ. ἐστὶν ἀτονία τῆς ψυχῆς Nil.M.79.1157C.

Greek Monolingual

ἀκηδία, η (AM)
στην Αρχαία Ελληνική και ἀκήδεια) ἀκηδής
1. αδιαφορία, αμεριμνησία, ολιγωρία, απάθεια
2. αθυμία
3. εξάντληση, εξασθένηση
μσν.
(Εκκλ.)
1. ψυχική νωθρότητα, ραθυμία, νωχέλεια, οκνηρία
2. άγχος, αγωνία
3. απελπισία
4. θλίψη
5. ψυχική κατάπτωση, πειρασμός του μοναχού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκηδής.
ΠΑΡ. αρχ.-μσν. ἀκηδιῶ].

Russian (Dvoretsky)

ἀκηδία:1) беззаботность, беспечность Cic.;
2) пренебрежение к себе, самоотверженность Luc.